Υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν νομίζω ότι θα ανυπομονούσα να δω μια ταινία για ένα καταξιωμένο σχεδιαστή ρούχων, ο οποίος γνωρίζει και ερωτεύεται τη μούσα του, μιας και ο χώρος της υψηλής ραπτικής μου περνά παντελώς αδιάφορος και δεν κατανοώ αυτό το συναίσθημα που εσείς οι άνθρωποι αποκαλείτε αγάπη. Δεν γίνεται να αγνοήσεις όμως ταινία του Paul Thomas Anderson, ενός από τους πιο ταλαντούχους σεναριογράφους/σκηνοθέτες εν ζωή, ειδικά όταν η συγκεκριμένη ταινία θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα της καριέρας του Daniel Day-Lewis. Αυτή θα είναι μόλις η δεύτερη και δυστυχώς τελευταία συνεργασία του Anderson με τον περίφημο ηθοποιό, κάτοχο τριών Όσκαρ και μετά το άψογο αποτέλεσμα της πρώτης συνύπαρξης του στο There Will Be Blood, είναι δυνατόν να πάει κάτι στραβά αυτή τη φορά; Η απάντηση είναι ένα εμφατικό όχι.
Η ταινία ξεκινά με την Vicky Krieps στο ρόλο της Alma, να περιγράφει τη σχέση της με τον σχεδιαστή φορεμάτων Reynolds Woodcock. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι του έδωσε όλο της τον εαυτό, επειδή εκείνος έκανε τα όνειρα της πραγματικότητα, μια πρόταση που αρχικά δεν μπορούσα να κατανοήσω, κρίνοντας από αυτά που ακολούθησαν. Έπειτα βιώνουμε ένα καθημερινό πρωινό του Reynolds, όπου και παρατηρούμε από πρώτο χέρι τη τελειομανία και τη σχολαστικότητα του ράφτη, που φτάνει και ξεπερνά τα όρια του ψυχαναγκασμού. Βλέπουμε πως το πιο σημαντικό πράγμα γι΄ αυτόν είναι αδιαμφισβήτητα η τέχνη του, στην οποία αφιερώνει την αδιάσπαστη προσοχή του και όταν έρθει η στιγμή που η εκάστοτε ερωμένη του θα αγανακτήσει από την αμέλεια του, θα ζητήσει από την αδερφή του να την ξεφορτωθεί και θα προχωρήσει στην επόμενη. Η κυκλικότητα της κατάστασης που υπαινίσσεται από τις εισαγωγικές σκηνές και είναι αποτέλεσμα της μανίας για έλεγχο του Woodcock πρόκειται να διαταραχθεί όμως, όταν μπει στη ζωή του η Alma.
Εκ πρώτης όψεως η πλοκή θα σας φαίνεται αρκετά γνώριμη. Δυο εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες από εντελώς διαφορετικούς κόσμους, ενώνονται από τον έρωτα και προσπαθούν να αλλάξουν ο ένας τον άλλο. Σας διαβεβαιώ όμως ότι το Phantom Thread είναι κάθε άλλο παρά προβλέψιμο. Είναι πραγματικά αναζωογονητικό σε ένα κινηματογραφικό τοπίο με τόσες τυποποιημένες, προβλέψιμες ταινίες, ένα έργο να καταφέρνει να σε εκπλήξει και να σε κάνει να αδημονείς για την συνέχεια. Λαμπρές εκφάνσεις αυθεντικού ρομάντζου δίνουν τη θέση τους σε πραγματικά άβολες στιγμές, ενώ η σκηνή που ο πρωταγωνιστής μας τρώει μια ομελέτα καταφέρνει να είναι από τις πιο καθηλωτικές της χρονιάς (Δεν κάνω καν πλάκα!). Αν και η ιστορία ξεκινά σαν μια ενδιαφέρουσα ψυχογραφία ενός ιδιαίτερου χαρακτήρα, σε συνδυασμό με μια προοπτική στη σχέση του καλλιτέχνη με τη μούσα του, μια συνταρακτική εξέλιξη στη πλοκή την μετατρέπει σε ένα βαθυστόχαστο σχόλιο για τα πολλές φορές αρρωστημένα παιχνίδια εξουσίας που λαμβάνουν μέρος σε μια σχέση. Τώρα που πλησιάζει και η ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου μπορείτε να σκεφτείτε τίποτα καλύτερο για ένα ρομαντικό κινηματογραφικό βράδυ, από μια ταινία που επισημαίνει την ύπαρξη του ψυχικού σαδομαζοχισμού σε κάθε ερωτική σχέση; Εγώ πάντως μπορώ να σκεφτώ κάτι πολύ, πολύ χειρότερο που περιέχει τις λέξεις fifty, shades και freed στο τίτλο του.
Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε ότι, παρά την δίωρη διάρκεια της, δεν συμβαίνουν πολλά πράγματα στη ταινία πέρα από την προαναφερθείσα εξέλιξη. Φυσικά αυτό δεν αποτελεί ελάττωμα του έργου, αφού επιστρατεύει μια πληθώρα διαφορετικών τρόπων για να σε μαγνητίσει, αλλά αν ψάχνετε για μια πυκνή ιστορία, σίγουρα το Phantom Thread δεν είναι η ταινία για σας. Προσωπικά έμεινα απόλυτα ικανοποιημένος απλά βλέποντας τους δύο συναρπαστικούς κεντρικούς πρωταγωνιστές να αλληλεπιδρούν. Σε αυτό το σημείο είναι πλέον περιττό να πω πόσο καλή είναι η ερμηνεία του Day-Lewis, καθώς σε όλες του τις ερμηνείες είναι ξεκάθαρο πως εξαφανίζεται πίσω από το ρόλο του. Φυσικά μπορείς να τον αναγνωρίσεις επειδή είναι διάσημος, αλλά όλοι οι μανιερισμοί, η ιδιοσυγκρασία και ο τρόπος ομιλίας είναι πάντα ξεχωριστοί ανάλογα με το χαρακτήρα που ενσαρκώνει. Θα έλεγα ότι αυτή είναι μια ιδανική τελική ερμηνεία, αλλά έχω την εντύπωση ότι θα έλεγα το ίδιο ανεξάρτητα από το ποιο ρόλο θα διάλεγε. Επίσης θα ήθελα να πω ότι ελπίζω να είμαι τόσο ασύγκριτα γοητευτικός όσο ο Day-Lewis στα 60 μου, πράγμα δύσκολο μιας και ήδη δεν είμαι καθόλου γοητευτικός και τα πράγματα φαίνεται να χειροτερεύουν όσο περνάει ο χρόνος.
Αν αξίζουν εύσημα στον Day-Lewis για την ερμηνεία του, τότε αξίζουν τα ίδια και περισσότερα στις συμπρωταγωνίστριες του Vicky Krieps και Lesley Manville στο ρόλο της αδερφής του, αφού κατάφεραν να ξεχωρίσουν παρά την παρουσία του. Από την μια η Krieps υποδύεται ιδανικά την ελεύθερη φύση μιας κοπέλας που ασφυκτιά σε ένα τόσο αποστειρωμένο περιβάλλον, με τις σιωπές της να φωνάζουν πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε κραυγή. Από την άλλη η Manville προσδίδει μια κομψότητα και μια φινέτσα, που είναι απαραίτητες στο χαρακτήρα της, ενώ παράλληλα παραμένει ικανή και έτοιμη να αντιμετωπίσει τις παραξενιές του αδερφού της. Πέρα όμως από τις εξαιρετικές ερμηνείες και τους πολυεπίπεδους χαρακτήρες, ο Anderson καταφέρνει να συνεπάρει το κοινό του με την μαγευτική ατμόσφαιρα. Μπορεί η ιστορία της ταινίας να διαδραματίζεται στο μεταπολεμικό Λονδίνο των 50s, αλλά ο σκηνοθέτης φροντίζει να μην γίνει ποτέ υπερβολικά συγκεκριμένος με το πότε και το που, προσδίδοντας μια αβεβαιότητα στη ταινία του. Μάλιστα χρησιμοποιεί στοιχεία πιο σύγχρονων αφηγήσεων, σε συνδυασμό με επιρροές από πιο γοτθικές ιστορίες και κινηματογραφικές αναφορές (π.χ. υπάρχει πλάνο που θυμίζει έντονα το αντίστοιχο στο Κουρδιστό Πορτοκάλι, όπου ο Alex οδηγάει το αμάξι του στη νύχτα) . Όλα αυτά σε συνδυασμό με τις απαλές, υπνωτικές κινήσεις της κάμερας δημιουργούν την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε έναν παραμυθένιο κόσμο πιο κοντινό σε όνειρο.
Αυτή την ονειρική ατμόσφαιρα του Phantom Thread αγκαλιάζει υπέροχα το soundtrack του Jonny Greenwood. Δεν χρησιμοποιώ το ρήμα αγκαλιάζει τυχαία, καθώς το soundtrack έρχεται πολύ κοντά στην τρυφερότητα και την ζεστασιά μιας αγκαλιάς, που σε συνοδεύει για όλη σχεδόν τη διάρκεια της ταινίας. Η σύνθεση μάλιστα είναι τόσο ανάλαφρη και χαλαρωτική, που σε κανένα σημείο δεν γίνεται φορτική. Μάλιστα η αφθονία της στο έργο κάνει τις σιωπές ακόμα πιο έντονες. Πρακτικά όπως η μουσική επένδυση του Hanz Zimmer αντικατοπτρίζει τη κλιμακούμενη ένταση του Dunkirk, έτσι το soundtrack του Greenwood συμπληρώνει άψογα την κομψότητα του Phantom Thread. Και οι δύο ταινίες αποτελούν το τέλειο πάντρεμα μουσικής και εικόνας, με το Phantom Thread να κερδίζει τη προσωπική μου προτίμηση, αφού δεν μπορώ να σταματήσω να ακούω το μοτίβο του Οίκου Woodcock.
Θα μπορούσα να συνεχίσω να περιγράφω την τελειότητα των κουστουμιών, τις διακριτικές ιδιαιτερότητες στο παίξιμο του Day-Lewis και την κινηματογραφική γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Anderson, αλλά νομίζω ότι θα αδικήσω τόσο εσάς όσο και την ταινία. Πρέπει να την βιώσετε μόνοι σας και να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα. Προσωπικά ανυπομονώ να δω ξανά την ταινία και να ανακαλύψω νέες ερμηνείες που πιθανά έχασα την πρώτη φορά. Το Phantom Thread αποτελεί την τέλεια αποτύπωση της κομψότητας και της φινέτσας στη μεγάλη οθόνη και αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να δικαιολογήσει μια επίσκεψη στη κινηματογραφική αίθουσα.
Βαθμολογία: 9/10
Υ.Γ. αντί για το trailer παραθέτω το αγαπημένο μου μοτίβο, καθώς θεωρώ ότι λέει πολλά περισσότερα για τη ταινία απ’ όσα μπορεί να πει ένα trailer
Ορέστης