Θυμάστε ότι πριν από πέντε χρόνια, ο Guillermo del Toro έβγαλε όλα του τα παιδικά απωθημένα από τα Transformers και τα anime στο Pacific Rim; Ε τότε θα θυμάστε ότι η ανάγκη για sequel ήταν επιτακτική. Μπορεί οι ήρωες μας να είχαν κλείσει τη πύλη στον κόσμο των Kaiju, εξαλείφοντας εντελώς τον κίνδυνο των θεόρατων τεράτων, αλλά ήταν ξεκάθαρο ότι η ιστορία είχε μείνει μισή. Ή τουλάχιστον αυτό σκέφτηκαν οι άπληστοι παραγωγοί στο Hollywood όταν είδαν τα νούμερα της ταινίας στο Ασιατικό box office. Έτσι βρήκαν την πιο κατάλληλη στιγμή για να εκμεταλλευτούν τη φευγαλέα δημοφιλία του Pacific Rim, δηλαδή μόλις μισή δεκαετία μετά. Χρόνος ο οποίος φαίνεται ότι επενδύθηκε στην τελειοποίηση της ταινίας. Έπειτα προσλήφθηκε ένας σημαντικά λιγότερο ταλαντούχος σκηνοθέτης και γράφτηκε μια ιστορία που μπασταρδεύει τα όποια καλά στοιχεία της πρώτης ταινίας, ενώ παράλληλα δεν χρησιμοποιεί ή ξεφτιλίζει τους χαρακτήρες της. Το μόνο που χρειάζεται ακόμα για να ολοκληρωθεί το bingo του σκατένιου, χολιγουντιανού sequel είναι ένας στοκ υπότιτλος. Εφόσον καταλήξαμε με το Uprising, δεν έχω παρά να πω bingo! ( θα δεχόμουν επίσης τα Legacy, Rebirth, Reborn, Reloaded, Resurrection και το τίτλο Pacific Rim 2: Electric Boogaloo ).
Παρότι δεν είμαι ο μεγαλύτερος θαυμαστής του πρώτου Pacific Rim, θεωρώ ότι ήταν μια αξιοπρεπέστατη ταινία δράσης, εμποτισμένη με τη συναισθηματική ειλικρίνεια και τη γοητεία που διέπει το σύνολο του έργου του del Toro. Φυσικά είναι απίστευτα ικανοποιητικό να βλέπεις γιγαντιαία ρομπότ να χώνουν μπουνίδια σε τέρατα, ειδικά όταν οι μάχες είναι τόσο όμορφα σκηνοθετημένες όσο στο Pacific Rim, αλλά ο Μεξικανός σκηνοθέτης ήξερε πότε να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στους κεντρικούς χαρακτήρες. Αντίθετα στο sequel κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Όχι γιατί η ταινία ξοδεύει πολύ χρόνο στις μάχες, κάθε άλλο μάλιστα. Απλά σε χρονικό διάστημα μικρότερο κατά είκοσι λεπτά από την πρώτη ταινία, οι σεναριογράφοι επιδιώκουν να εγκαθιδρύσουν υπερβολικά πολλές σχέσεις ανάμεσα στους κεντρικούς πρωταγωνιστές και το δευτερεύον καστ. Ως αποτέλεσμα καμία από τις δυναμικές των σχέσεων δεν φαίνεται φυσική, καθώς όλες εξελίσσονται πολύ βιαστικά και δίχως ξεκάθαρο λόγο. Ακόμα όμως κι όταν δίνεται περισσότερος χρόνος στους ήρωες, είναι σχεδόν αδύνατο να νοιαστούμε γι’ αυτούς, διότι είναι αρκετά αντιπαθητικοί, χωρίς αντισταθμιστικά χαρακτηριστικά ( Minor spoilers ahead, όχι ότι έπρεπε να σας νοιάζει βέβαια ).
Συγκεκριμένα οι δύο πρωταγωνιστές μας είναι ο Jon Boyega στο κλασικό ρόλο του ταλαντούχου πιλότου, που αποδίδει κάτω των δυνατοτήτων του και είναι γιος τους ήρωα πολέμου Pentecost, από την πρώτη ταινία και μια νεαρή κοπέλα με ακριβώς το ίδιο backstory με την Mako. Απ’ την μια πλευρά ο Boyega, με ελάχιστη αιτιολόγηση έχει καταλήξει από γιος παγκόσμιου ήρωα σε ληστή και λαθρέμπορο. Προσπαθεί με αποτυχία να παραστήσει τον γοητευτικό, μιας και όλες τους οι άβολες απόπειρες για χιούμορ δίνουν την εντύπωση ενός αυτάρεσκου κακομαθημένου. Από την άλλη πλευρά η κοπέλα είναι ένα άστεγο, ορφανό, που καταφέρνει σε πολύ μικρή ηλικία να φτιάξει ένα Jaeger από παλιοσίδερα ΟΛΟΜΟΝΑΧΗ και καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας δρα εξίσου εγωιστικά με τον συμπρωταγωνιστή της, παριστάνοντας συνεχώς ότι τα ξέρει όλα. Από την πρώτη ταινία επιστρέφουν η Mako και οι δύο επιστήμονες. Ένας από αυτούς τους χαρακτήρες δολοφονείται κανονικά και ένας άλλος μεταφορικά. Σας αφήνω να μαντέψετε σε ποιόν συμβαίνει τι.
Σημαντικό ρόλο έχει και ο χαρακτήρας του Scott Eastwood, ο οποίος ακόμα προσπαθεί να μας πείσει ότι αξίζει να παίζει σε ταινίες επειδή έχει το πρόσωπο του πατέρα του. Αρχικά είναι θυμωμένος με τον Boyega, αλλά μετά τον συγχωρεί επειδή όλοι εκεί στη βάση είναι μια τρελή, τρελή οικογένεια. Παρομοίως η κοπέλα έχει μια κόντρα με τη νεοσύλλεκτη Ρωσίδα συνάδελφο της, η οποία επιλύεται από το πουθενά. Υπάρχουν φυσικά και άλλοι νεοσύλλεκτοι, με τόσο φτωχή δουλειά στους χαρακτήρες τους που λειτουργούν περισσότερο σαν σκηνικό, παρά σαν άνθρωποι. Τουλάχιστον ο καθένας είναι από διαφορετική φυλή, οπότε η ταινία έχει τη δικαιολογία ότι είναι diverse. Παρά τη σημαντική προσπάθεια που καταβάλλω, με δυσκολία μπορώ να θυμηθώ τα προσωπά τους. Το μόνο που μου άφησε τη παραμικρή (αρνητική) εντύπωση ήταν ότι ένας από αυτούς ακούει το Troll Song πριν την τελική αποστολή. Όταν η ταινία σου κάνει αναφορά σε memes που ήταν γνωστά πριν από έξι χρόνια, μπορείς να είσαι σίγουρος ότι έχεις δημιουργήσει ένα αριστούργημα.
Το καστ συμπληρώνουν οι υποχρεωτικοί Ασιάτες ηθοποιοί, επειδή η ταινία πρέπει να πουλήσει στην Ασία. Αν μας έχει μάθει κάτι το Hollywood τα τελευταία χρόνια, είναι το ότι αν συμπεριλάβεις Ασιάτες χαρακτήρες σε δευτερεύοντες ρόλους και γυρίσεις μέρος της ταινίας στο Χονγκ Κονγκ ή το Τόκιο, η ταινία είναι έτοιμη για το Ασιατικό box office. Παραλίγο να ξεχνούσα το ρομαντικό ενδιαφέρον του Boyega και του Eastwood, όμως δεν νιώθω άσχημα γιατί πιστεύω ότι και το ίδιο συνέβη στους σεναριογράφους. Είναι ιδιαίτερα ειρωνικό, σε μια ταινία που αποπειράται τουλάχιστον να δημιουργήσει έναν δυνατό γυναικείο χαρακτήρα, να συμπεριλαμβάνεις ταυτόχρονα έναν γυναικείο χαρακτήρα που ο μοναδικός του σκοπός είναι να σκανδαλίζει τους άντρες της παρέας. Υποθέτω πως σε κάποιο σημείο κατά τη διάρκεια της παραγωγής, οι παράγοντες πρέπει να συνηδητοποίησαν πόσο ανούσιος είναι ο χαρακτήρας και πόσο λίγες γραμμές διαλόγου διαθέτει, οπότε αποφάσισαν να την βάλουν να κάνει πράγματα, που δεν βγάζει κανένα νόημα να κάνει ως μηχανικός. Όπως καταλαβαίνεται η λέξη συνωστισμένος παραείναι λιτή για να περιγράψει το τι συμβαίνει στην ιστορία. Περιττό να μιλήσει κανείς για ηθοποιία σε αυτό το συνονθύλευμα. Θα αναφέρω τουλάχιστον ότι κάθε χαρακτήρας έχει μια ιδιαίτερα cringy reaction shot.
Το Pacific Rim: Uprising αποτελεί την πρώτη δουλειά στη μεγάλη οθόνη του Steven DeKnight, ο οποίος είναι περισσότερο γνωστός για τη συνεισφορά του στη παραγωγή τηλεοπτικών σειρών. Ο DeKnight ανήκει στη σχολή των σκηνοθετών, που πιστεύουν ότι ο τρόπος να κάνεις μια ταινία δράσης ενδιαφέρουσα, είναι να τραβάς τα πάντα με στραβές γωνίες. Δεν δείχνει να διαθέτει τη μαεστρία του del Toro στη κάμερα, ενώ όποτε η δημιουργική του προσέγγιση καταφέρνει να ξεχωρίσει από αυτό το καθαρά εμπορικό προϊόν, είναι αρκετά ενοχλητική. Ένας σκηνοθέτης με όραμα ίσως έκανε μια προσπάθεια να εξερευνήσει περισσότερο τη λειτουργία του κόσμου μετά την επίθεση των Kaiju. Γιατί όμως να το κάνεις αυτό, όταν μπορείς να ξοδέψεις τον χρόνο σου σε αταίριαστα αστεία, όπως όλες οι υπόλοιπες ταινίες δράσης της δεκαετίας. Επειδή θέλω να είμαι δίκαιος όμως, πρέπει να παραδεχθώ ότι οι μάχες είναι εξαιρετικά εντυπωσιακές και διασκεδαστικές, με τα περισσότερα εύσημα βέβαια να πηγαίνουν στους υπεύθυνους για τα γραφικά. Παρόλα αυτά, κάποιος θεώρησε ότι το sequel του Pacific Rim έπρεπε να πλησιάσει περισσότερο τις ταινίες Transformers. Επομένως αν θέλετε να δείτε τα Jaeger να αναμετριόνται με τα Kaiju ( που είναι το point των ταινιών αυτών ), θα πρέπει να κάνετε υπομονή μέχρι το τελευταίο εικοσάλεπτο της ταινίας.
Αν σας έλεγα ότι δεν ευχαριστήθηκα την τελική μάχη, θα έλεγα ψέματα. Μολονότι δεν υπήρχε ούτε υπόνοια έγνοιας για τους χαρακτήρες, ο συνολικός αριθμός φυσικώς αδυνάτων πραγμάτων που συνέβαιναν επί της οθόνης, ήταν αρκετός για να με διασκεδάσει. Δεν μπορώ να πω ότι αυτή η δεκάλεπτη σκηνή δύναται να δικαιολογήσει τη θέαση της ταινίας, ειδικά στο σινεμά. Μπορώ να πω όμως, ότι αν απολαμβάνετε το cringe και τις γελοιωδώς υπερβολικές σκηνές μάχης, όπως εγώ, τότε μόλις βρήκατε τη νέα σας ένοχη απόλαυση. Αν είστε θαυμαστής της πρώτης ταινίας ή αν απλά θέλετε να δείτε ξυλίκι ανάμεσα σε ρομπότ και τέρατα, τότε προετοιμαστείτε για την απόλυτη απογοήτευση. Αν όμως δείτε τη ταινία γνωρίζοντας ότι πρόκειται για ένα κακό, ανούσιο sequel, τότε ίσως να βρείτε κάποιου είδους ειρωνική απόλαυση.
Βαθμολογία: 3/10
Ορέστης
[vc_row][vc_column][thb_gap height=”45″][thb_postcarousel title_position=”bottom-title” columns=”3″ navigation=”true” source=”size:20|post_type:post”][thb_gap height=”45″][/vc_column][/vc_row]