Μετά το πολυαναμενόμενο trailer για το Avengers: Infinity War, ήθελα και γω να εκφράσω τον ενθουσιασμό μου, χωρίς όμως να γράψω ένα ακόμα από τα εκατοντάδες παρόμοια άρθρα ανάλυσης που έχουν κατακλύσει το ίντερνετ. Προσπαθώντας λοιπόν να σκεφτώ ένα θέμα, συνειδητοποίησα ότι το Infinity War θα αποτελέσει το αποκορύφωμα μιας δεκάχρονης προσπάθειας αλληλένδετων ταινιών. Μπορεί τώρα, που οι ταινίες υπερηρώων βρίσκονται παντού και ακούμε για ένα νέο cinematic universe κάθε μήνα, να μην μας κάνει τόση εντύπωση. Το MCU όμως ήταν ένα επαναστατικό και φιλόδοξο στη σύλληψη του σχέδιο, που πέτυχε χάρις στον προσεκτικό προγραμματισμό και το πάθος των ανθρώπων πίσω από αυτό. Ας θυμηθούμε λοιπόν μαζί την πολύχρονη αυτή πορεία, εξετάζοντας παράλληλα τα γεγονότα που έθεσαν τα θεμέλια για το Marvel Studios.
Το 1989 ο Ron Perelman, η ενσάρκωση του στερεοτυπικού επιχειρηματία με το αυτάρεσκο χαμόγελο και το πούρο ανά χείρας, αγόρασε την Marvel για 82,5 εκατομμύρια δολάρια. Σε δύο χρόνια η Marvel βρέθηκε στο χρηματιστήριο και ο Perleman ξεκίνησε να αποκτά την μια εταιρία μετά την άλλη. Αυτές οι αγορές φημολογείται ότι κόστισαν περίπου 700 εκατομμύρια δολάρια στον εκδοτικό οίκο, ο οποίος εκείνη την εποχή μεσουρανούσε χάρις στην επιτυχία των X-Men και του Spiderman. Δεν ήταν όμως αυτός ο μόνος λόγος. Η εταιρία, έχοντας πείσει το αγοραστικό κοινό και τους συλλέκτες ότι τα κόμικ θα αποκτούσαν συλλεκτική αξία μετά από κάποια χρόνια, εισήγαγε διαφορετικές εκδοχές εξωφύλλων και συλλεκτικές κάρτες στα κόμικς της. Έτσι αν κάποιος ήθελε να συλλέξει τα πάντα έπρεπε να αγοράσει το ίδιο τεύχος πέντε με έξι φορές, με το σκεπτικό φυσικά ότι επρόκειτο για επένδυση. Τα κέρδη ήταν τόσο μεγάλα που ο Perleman πούλησε το 40 % των μετοχών της εταιρίας για ποσό μεγαλύτερο από αυτό που προσέφερε για να αγοράσει ολόκληρη τη Marvel.
Φυσικά όλη η υπόθεση ήταν μια τεράστια “φούσκα”, η οποία δεν άργησε να σκάσει. Οι ολοένα αυξανόμενες τιμές των κόμικς σε συνδυασμό με την πτώση της ποιότητας οδήγησαν τους καταναλωτές να σταματήσουν να συλλέγουν κόμικς. Οι επιπτώσεις ήταν καταστροφικές, με πολλά μαγαζιά κόμικ να βάζουν λουκέτο και οι πωλήσεις να μειώνονται κατά ποσοστό 70 %. Εξαιτίας σε μεγάλο βαθμό στις πονηρές τακτικές του Perleman η Marvel μέχρι το 1995 πνιγόταν στα χρέη. Έτσι ο επιχειρηματίας αποφάσισε να στρέψει το βλέμμα του σε πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις. Σκοπός του ήταν να συγχωνεύσει την Marvel με μια άλλη εταιρεία του, την ToyBiz, ούτως ώστε να δημιουργήσει μια πιο δυνατή οικονομικά οντότητα. Με τους μετόχους όμως να διαφωνούν κάθετα με αυτή την κίνηση, ο Perleman κήρυξε χρεοκοπία προκειμένου να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Έπειτα από μακροσκελής διαμάχες, που είναι ιδιαίτερα περίπλοκες και βαρετές για ένα μόλις άρθρο, οι εταιρείες συγχωνεύτηκαν, αλλά ο Perleman εκδιώχθηκε.
Παρότι οι μετοχές της Marvel σταδιακά επανήλθαν, η εταιρία δεν είχε ακόμα την δυνατότητα να χρηματοδοτήσει blockbuster ταινίες. Έτσι αναγκάστηκε να πουλήσει τα κινηματογραφικά δικαιώματα των πιο δημοφιλών της υπερηρώων σε διάφορες εταιρίες παραγωγής. Μπορεί αυτή η συμφωνία να οδήγησε στις οικονομικές επιτυχίες των Spiderman και X-Men, όμως η Marvel από αυτά τα κέρδη είδε μόνο ένα μικρό ποσοστό. Το 2003 ήρθε για πρώτη φορά στο προσκήνιο η ιδέα του cinematic universe, το οποίο θα μπορούσε να στηθεί με τους ήρωες που διατηρούσε ακόμα στην κατοχή της η Marvel. Τα λεφτά βρέθηκαν το 2005 από την φίρμα της Wall Street Merril Lynch, η οποία διέθεσε 525 εκατομμύρια. Αν όμως οι ταινίες δεν έβγαζαν λεφτά, η Marvel θα έχανε τα δικαιώματα σε ήρωες όπως τον Captain America, μια συμφωνία που περιείχε τεράστιο ποσοστό ρίσκου.
Ενώ η Marvel είχε πρακτικά δώσει την πιο πολύτιμη περιουσία της στο ενεχυροδανειστήριο, όλοι στηρίζονταν από έναν νεαρό φανατικό των κόμικς να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Ο Kevin Feige, που είχε καταφέρει μόλις σε ηλικία 27 ετών να γίνει παραγωγός της ταινίας X-Men, ανακηρύχθηκε πρόεδρος των Marvel Studios, με την μοναδική αποστολή την δημιουργία ενός cinematic universe. Ακόμα και τα λεφτά της Wall Street όμως δεν ήταν αρκετά για να ανακτηθούν τα δικαιώματα των πιο γνωστών υπερηρώων. Έτσι η εταιρία έπρεπε να βασιστεί σε ήρωες δευτέρας διαλογής. Μπορεί ο Iron Man και ο Cap να είναι πια τεράστια ονόματα, όμως τότε η αναγνωρισιμότητα τους περιοριζόταν στο αναγνωστικό κοινό και δεν πλησίαζε καν την αντίστοιχη χαρακτήρων όπως ο Batman και ο Superman. Πιθανά αυτό να βοήθησε τον Feige, καθώς σήμαινε ότι δεν μπορούσε να βασιστεί στη δύναμη του ονόματος των χαρακτήρων και η προτεραιότητα έπρεπε να είναι η δημιουργία μιας καλής ταινίας. Η πλειοψηφία του κοινού δεν είχε ξανά επαφή με αυτούς τους χαρακτήρες και ήταν χρέος της ταινίας να σε κάνει να ενδιαφερθείς γι’ αυτούς.
Τα ρίσκα για το Iron Man, τη πρώτη παραγωγή του Feige ως πρόεδρος των Marvel Studios δεν τελείωναν εκεί. Το κλίμα δεν ήταν το καταλληλότερο για μια ταινία υπερηρώων, καθώς το είδος φαινόταν να πνέει τα λοίσθια μετά τις απανωτές απογοητεύσεις των Daredevil, Spiderman 3, X-Men: The Last Stand, Electra και Hulk. Επιπροσθέτως την σκηνοθεσία είχε αναλάβει ο άσημος τότε Jon Favreau και πρωταγωνιστής ήταν ο φρέσκος από την αποτοξίνωση Robert Downey Junior. Το Iron Man όμως αποτέλεσε μια από αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις όπου ότι έπρεπε στατιστικά να πάει στραβά δεν πήγε. Η ταινία, μαζί με το Batman Begins, κατάφερε να αναζωογονήσει το είδος, ενώ απέφερε στο studio 585 εκατομμύρια δολάρια, ουσιαστικά ξεκινώντας το MCU. Επόμενος σταθμός για την Marvel ήταν η Disney, όταν το 2009 ο επιχειρηματικός κολοσσός και κάτοχος της παιδικής σου ηλικίας αγόρασε την εταιρία για 4,3 δισεκατομμύρια δολάρια.
Υπό την επίβλεψη του θείου Walt η Marvel εξελίχθηκε στο φαινόμενο που όλοι ξέρουμε σήμερα, ολοκληρώνοντας την πρώτη φάση ταινιών της με την ανεπανάληπτη επιτυχία των Avengers, ταινία η οποία διατηρείται στην πέμπτη θέση των πιο οικονομικά επιτυχημένων ταινιών όλων των εποχών. Παρόλα αυτά η πορεία μέχρι εκεί δεν ήταν ιδανική. Καμία από τις επόμενες ταινίες της πρώτης φάσης δεν έφτανε το Iron Man. Το Incredible Hulk φαίνεται ακόμα εντελώς ξέχωρο με το υπόλοιπο cinematic universe, το Captain America είχε μια απογοητευτική τρίτη πράξη, το Thor ήταν ένα μάλλον συνηθισμένο origin story και το Iron Man 2 έμοιαζε περισσότερο με διαφήμιση για το επερχόμενο Avengers, παρά με ταινία Iron Man. Ανεξάρτητα από τα προβλήματα όμως, το προσεκτικά προγραμματισμένο σχέδιο του Feige και η υπομονή του επέτρεψε στο κοινό να γνωρίσει τους χαρακτήρες και να εξοικειωθεί μαζί τους, ταυτόχρονα ενθουσιάζοντας τους θαυμαστές με κάτι που είχε να συμβεί από την χρυσή εποχή των Τεράτων της Universal: μια ταινία όπου όλοι αυτοί οι διαφορετικοί χαρακτήρες θα αλληλεπιδρούσαν και θα ένωναν τις δυνάμεις τους για ένα κοινό σκοπό. Μπορεί το Avengers να έχει μια κάπως αργή αρχή, αλλά όλοι φαίνεται να θυμούνται μόνο τους πνευματώδεις διαλόγους του Whedon και την αίσθηση του να βλέπεις όλους αυτούς τους ήρωες να συνεργάζονται.
Παρά την επιτυχία, η δεύτερη φάση του MCU δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, καθώς το Iron Man 3 προκάλεσε ανάμεικτες αντιδράσεις, εξαιτίας του διαβόητου plot twist με τον Mandarin και την έλλειψη Iron Man από την ταινία. Προσωπικά θεωρώ ότι ο Shane Black έκανε πολύ καλή δουλειά με το σενάριο, κάνοντας το ταξίδι του Tony Stark πολύ πιο προσωπικό απ’ ότι στο Iron Man 2 και παρότι δεν είμαι ο μεγαλύτερος φαν του plot twist, ήταν τουλάχιστον κάτι διαφορετικό. Η απογοήτευση συνεχίστηκε στο Thor: The Dark World, το οποίο θεωρείται μέχρι σήμερα η χειρότερη ταινία του MCU. Ευτυχώς όταν αναφερόμαστε στο MCU, η χειρότερη ταινία είναι απλά η πιο αφόρητα βαρετή. Την κατάσταση έσωσαν δύο αναπάντεχες επιτυχίες. Αρχικά το Captain America: The Winter Soldier συνδύασε ιδανικά μια ταινία σούπερ ηρώων με πολιτικό θρίλερ, φέρνοντας στο προσκήνιο την σύγκρουση του Captain America με την σύγχρονη εποχή και δίνοντας βάθος στο χαρακτήρα του. Έπειτα το Guardians of the Galaxy, μια ιδιόρρυθμη ταινία βασισμένη σε μια μέχρι τότε άγνωστη ομάδα υπερηρώων έφερε το απροσδόκητο ποσό των 750 εκατομμυρίων. Ο εκκεντρικός James Gunn μετέτρεψε μια αρκετά απλή origin story μια ανάσα φρέσκου αέρα.
Φτάνοντας όμως στο Avengers: Age of Ultron ήταν αδύνατο πλέον να αγνοηθούν κάποια βασικά προβλήματα του MCU. Με εξαίρεση των Loki οι υπόλοιποι κακοί της Marvel ήταν αρκετά αδιάφοροι και δεν παρουσίαζαν κάποια ουσιαστική απειλή, με τον Ultron να μην το αλλάζει αυτό. Επίσης η Marvel προσπαθούσε όλο και περισσότερο να εισάγει σε κάθε ταινία σκηνές που θα διαφήμιζαν ουσιαστικά τις επόμενες ταινίες της, ακόμα και αν δεν είχαν καμία σχέση με την ιστορία. Το πιο εμφανές πρόβλημα όμως ήταν οι παρασκηνιακές συγκρούσεις. Μπορεί να μην έφτασε ποτέ τα επίπεδα της DC αλλά η παρεμβατικότητα της Marvel οδήγησε τον Joss Whedon στην παραίτηση από το MCU. Ήταν ξεκάθαρο ότι η εταιρεία ήθελε να διατηρήσει στιλιστική συνοχή στις ταινίες της, με αποτέλεσμα όμως ένα μάλλον αδιάφορο οπτικό αποτέλεσμα και μεγάλους περιορισμούς σε δημιουργικούς σκηνοθέτες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του Edgar Wright, ο οποίος έφυγε από το project του Ant Man έπειτα από εκτεταμένες διαφωνίες. Η αρχική πρόθεση του επιτυχημένου σκηνοθέτη ήταν να κάνει μια παρωδία-φόρο τιμής στις heist movies, αλλά παρότι οι ευφάνταστες και εξαιρετικά αστείες ιδέες του παρέμειναν στη ταινία, η τυπική ιστορία Marvel υποβάθμισε το υλικό.
Παρόλα αυτά η Marvel εξακολουθούσε να μην έχει κυκλοφορήσει κάποια προσβλητικά κακή ταινία, ενώ ο Feige συνέχισε να δίνει έμφαση στους χαρακτήρες. Έτσι φτάνοντας στο Civil War το κοινό να έχει άπλετο χρόνο να αναπτύξει συναισθηματική σύνδεση με τους ήρωες, δίνοντας βαρύτητα και αληθινό αντίκτυπο στη σύγκρουση. Παρότι θεωρώ ότι η εμφύλια διαμάχη των Avengers θα μπορούσε να είχε καταλήξει πολύ καλύτερα, η σύγκρουση του Iron Man με τον Cap είναι μια από τις πιο δυνατές στιγμές στο MCU. Εξίσου σημαντική ήταν και η συμφωνία με την Sony, η οποία μετά την δεύτερη αποτυχία της να αναπτύξει το franchise του Spiderman αποφάσισε να μοιραστεί τον χαρακτήρα με την Marvel. Σιγά σιγά η Marvel άρχισε να διορθώνει κάποια από τα βασικά θέματα της, διατηρώντας την ιστορία κάθε ταινίας ανεξάρτητη από την επικείμενη σύγκρουση με τον Thanos, ενώ με το Thor : Ragnarok και το Guardians of the Galaxy 2 έδειξε προθυμία να δώσει παραπάνω ελευθερίες στους σκηνοθέτες της και να βάλει και λίγο χρωματάκι στις μέχρι τότε μουντές ταινίες της.
Έτσι μετά από πολλά σκαμπανεβάσματα, χρεοκοπίες, ρίσκα, επιτυχίες και δεκάδες ταινίες φτάνουμε στο σήμερα και το trailer του Infinity War. Σίγουρα είναι συναρπαστικό να βλέπεις όλους αυτούς τους ήρωες που έχεις αγαπήσει έπειτα από 9 χρόνια ταινιών να ενώνονται για να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό που περιμένουμε απ’ όταν είδαμε την πρώτη after credit σκηνή του Avengers. Βέβαια είναι και λογικό να υπάρχουν προβληματισμοί. Ο πιο σημαντικός είναι το πως θα καταφέρουν όλοι αυτοί οι ήρωες να λειτουργήσουν στην ίδια ταινία και να αποτελέσουν οργανικά κομμάτια της πλοκής. Συνήθως στα κόμικς τα μεγάλα events όπου συναντιούνται μαζί όλοι οι ήρωες δημιουργούνται για να προσελκύσουν το κοινό και υστερούν μπροστά στις ανεξάρτητες ιστορίες. Αρκετές διαφωνίες δημιούργησε και το CGI του Thanos, το οποίο όμως δεν έχει ολοκληρωθεί, διότι η ταινία βρίσκεται ακόμα στο post-production. Πιο ουσιώδης ανησυχία είναι το αν θα καταφέρει το σενάριο, σε συνδυασμό με την ερμηνεία του Josh Brolin να ανταποκριθεί στις προσδοκίες.
Παρότι δεν θεωρώ ότι το trailer του Infinity War δεν είναι συγκλονιστικό, η ουσία βρίσκεται αλλού. Βλέποντας το trailer μου δόθηκε μια αίσθηση, η οποία απουσιάζει από το trailer της Justice League. Ένιωσα ότι η Marvel έχει κερδίσει το δικαίωμα να ενώσει όλους αυτούς τους ήρωες σε μια ταινία και πάνω απ’ όλα έχει κερδίσει τον ενθουσιασμό του κόσμου. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα cinematic universes, τα οποία βιάστηκαν να στήσουν τους χαρακτήρες τους νομίζοντας ότι η δημοφιλία του ονομάτων τους ήταν αρκετή, η Marvel δεν είχε αυτή τη πολυτέλεια. Βρισκόταν σε μια πραγματικά δύσκολη κατάσταση και κόντρα σε όλα τα προγνωστικά κατάφερε να αλλάξει για πάντα το πρόσωπο του blockbuster κινηματογράφου, για το καλύτερο ή για το χειρότερο. Κι όλα αυτά χάρις στον εξαιρετικό προγραμματισμό του Kevin Feige, την υπομονή της εταιρίας και το πάθος των ανθρώπων πίσω από αυτή την προσπάθεια. Είναι καλό να αναγνωρίζουμε και να επισημαίνουμε τα λάθη του MCU για να βλέπουμε ολοένα καλύτερες ταινίες, αλλά είναι εξίσου σημαντικό να εκτιμούμε την φιλοδοξία και το θάρρος που χρειάστηκε για αυτή την τόσο ριψοκίνδυνη προσπάθεια, η οποία συνεχίζει να χαρίζει διασκέδαση και συγκινήσεις σε εκατομμύρια θεατές ανά τον κόσμο.
Ορέστης
[vc_row][vc_column][thb_gap height=”45″][thb_postcarousel title_position=”bottom-title” columns=”3″ navigation=”true” source=”size:20|post_type:post”][thb_gap height=”45″][/vc_column][/vc_row]