Malcolm & Marie | Ανορθόδοξες κριτικές #2

Η ταινία που νομίζετε πως θέλετε να δείτε, ενώ κατά βάθος δεν θέλετε, παρόλο που και να τη δείτε δεν θα το μετανιώσετε, μόλις κυκλοφόρησε. Μια από τις πιο πολυσυζητημένες ταινίες των τελευταίων μηνών (αν εξαιρέσουμε τις βαρύγδουπες αναβολές κυκλοφορίας των μεγάλων blockbusters), λόγω του μεγάλου hype που έχει δημιουργηθεί για τους πρωταγωνιστές της, είναι πλέον διαθέσιμη στο Netflix. Ο John David Washington που ταρακούνησε (;;) το κινηματογραφικό στερέωμα με το Tenet, και η Zendaya, η οποία από πρωταγωνίστρια σε teen series της Disney έχει εξελιχθεί σε pop είδωλο στο Euphoria, ξεδιπλώνουν το υποκριτικό τους ταλέντο και δίνουν μια αποστομωτική παράσταση, η οποία αν και δεν με έπεισε πλήρως, σφύζει από ειλικρίνεια και συγκίνηση.

Η Marie και ο Malcolm είναι ένα νεαρό ζευγάρι που μόλις επέστρεψε στο σπίτι από την πρεμιέρα της ταινίας του (σκηνοθέτη) Malcolm. Εκείνος, μεθυσμένος από τη χαρά της επιτυχίας και ίσως λίγο και από το ποτό, παραμιλάει ενθουσιασμένος για το επίτευγμά του. Εκείνη, εμφανώς νευριασμένη μαζί του για την παράλειψή του να την ευχαριστήσει στον ευχαριστήριο λόγο του, του ετοιμάζει βαριεστημένα mac ‘n’ cheese για να φάει πριν πέσουν για ύπνο. Ο φαινομενικός θρίαμβος της πρεμιέρας δε θα διαρκέσει πολύ: σε μια ταινία είναι δουλειά σου να υποκρίνεσαι, σε μια σχέση δε μπορείς να υποκρίνεσαι για πολύ.

Κυριολεκτικά πέντε λεπτά μετά την έναρξη της ταινίας οι μάσκες πέφτουν και οι πρωταγωνιστές μας αρχίζουν να τσακώνονται ανελέητα σπάζοντας κάθε ρεκόρ λογοδιάρροιας και εριστικότητας και με αφορμή την παρεξήγηση που προέκυψε από τον ευχαριστήριο λόγο καταλήγουν να αναλύουν κάθε πτυχή και κάθε ρωγμή της σχέσης τους. Σε αντίθεση με την προηγούμενη ανορθόδοξη κριτική μου για το Tenet, όπου οι χαρακτήρες της ταινίας μιλούσαν πολύ λίγο αλλά εγώ είχα γράψει πάρα πολλά (μεταξύ μας τώρα, το σήκωνε), εδώ που οι χαρακτήρες λένε πάρα πολλά, θα προσπαθήσω να μη μακρηγορήσω και θα σας σύστηνα να δείτε την ταινία αν σας έχει εξάψει την περιέργεια.

Εντάξει, σταματάω να παραθέτω αστεία references για το Tenet και ας μιλήσουμε λίγο για το Malcolm & Marie. Διαβάζοντας κριτικές και γνώμες στο διαδίκτυο απόρησα πολύ καθώς κυριαρχεί σε μεγάλο βαθμό η άποψη πως η ταινία είναι πολύ επιτηδευμένη. Η αλήθεια είναι πως δε θα διαφωνήσω καθόλου σε αυτό, διαφωνώ όμως στο ότι αυτό είναι το κυρίαρχο πράγμα που σου αφήνει αυτή η ταινία. Θεωρώ πως ο διάρκειας σχεδόν 100 λεπτών διάλογος μεταξύ των χαρακτήρων, με τις εντάσεις του, τις συγκρούσεις του, τις γλυκές του στιγμές, είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αποτύπωση της δυναμικής μιας σχέσης ανάμεσα σε δυο ταλαντούχους ανθρώπους με χαρίσματα και ψεγάδια. Παρακολουθείς κατά κάποιον τρόπο μέσα από μια κλειδαρότρυπα, την αναπόφευκτη σύγκρουση δυο προσωπικοτήτων, η κάθε μια με τη δική της ιστορία και τον εγωισμό της, με τα πάθη της και της πληγές της. Οι σκέψεις και οι ψυχές ξεγυμνώνονται σταδιακά, και είναι πολύ οδυνηρό, αλλά και πολύ όμορφο συνάμα. Αυτό είναι το κυρίαρχο συναίσθημα της ταινίας, και θεωρώ πως το μεταδίδει εξαιρετικά καλά.

Αν αναλύσουμε περισσότερο και πιο συγκεκριμένα τις σκηνές, σίγουρα υπάρχουν σημεία που οι διάλογοι μοιάζουν εξαιρετικά επιτηδευμένοι (η σκηνή που διαβάζει την κριτική, αχ) και πολλές φορές η κατάσταση ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια του cringe. Θα δεχτώ τον χαρακτηρισμό “εξεζητημένη” αλλά δε θα δεχτώ το χαρακτηρισμό “υπερβολική”. Ναι, οι αντιδράσεις και οι συμπεριφορές των ηρώων παρουσιάζονται οξυμένες για να εκτεθούν οι χαρακτήρες στο κοινό σε όλο τους το εύρος και η κατάσταση έχει φτάσει στα άκρα, αλλά αυτό συμβαίνει γιατί μας δείχνει τι θα ξεστόμιζε ο καθένας σε έναν τεράστιο τσακωμό αν δεν υπήρχαν καθόλου φραγμοί. Επίσης είναι πολύ απελευθερωτικό το γεγονός ότι οι χαρακτήρες ξεσπούν και λένε ότι τους περνάει από το μυαλό γιατί με αυτό τον τρόπο εκθέτει τον ψυχισμό τους και δίνει συναισθηματικό βάθος.

Μέσα από μια κουβέντα και μια διαμάχη μιας νύχτας βγαίνουν στην επιφάνεια προστριβές και διαφωνίες χρόνων. Ο καθένας θαυμάζει τον άλλο, αλλά ταυτόχρονα τον υποτιμάει, αλλά είναι και πολύ εξαρτημένος από αυτόν. Οι φιλοδοξίες και οι επιδιώξεις που προβάλλει ο καθένας στον άλλο, οι προβληματισμοί και τα παράπονα που κρύβονται καιρό, έρχονται στην επιφάνεια και εκτονώνονται με τρόπους έως και κακοποιητικούς. Αντίθετα με την επικρατούσα (;) αντίληψη πως η ταινία παρουσιάζει την λεκτική και την ψυχολογική βία ως κάτι φυσιολογικό άρα τις κανονικοποιεί, νομίζω πως ο στόχος της είναι τελείως διαφορετικός: μέσω της υπερβολής και της οδύνης δείχνει πως οι διαφωνίες αν δεν επικοινωνηθούν με σεβασμό και αν δεν επιλυθούν σε κατάλληλο χρόνο, συσσωρεύονται και θα εκτονωθούν άλλη στιγμή, με ολέθριες συνέπειες.

Μπορεί γενικά να υπάρχει μια ακατάσχετη φλυαρία, αλλά ξεχωρίζουν κάποιες στιγμές όπου οι χαρακτήρες γίνονται ευάλωτοι και λένε τις αλήθειες τους με μεγάλη ειλικρίνεια.

Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών, οι οποίοι σηκώνουν όλο το βάρος στους ώμους τους καθώς δεν εμφανίζεται κανείς άλλος πέρα από αυτούς στα 100 λεπτά της ταινίας, είναι πολύ καλές. Από τη μία ο John David Washington που με την κάπως άψυχη ερμηνεία του στο Tenet με είχε κάνει να τον αμφισβητήσω (αν και στο BlacKkKlansman μου είχε αρέσει), εδώ δίνει πόνο, και αν και σε κάποια σημεία (η σκηνή που διαβάζει την κριτική, αχ) φαίνεται να ζορίζεται, γενικά με εντυπωσίασε. Από την άλλη η Zendaya, που μέχρι τώρα μας είχε συνηθίσει σε πιο “εφηβικούς” ρόλους, μοιάζει και νεότερη, στο ρόλο της είναι εντελώς μέσα στο ρόλο της, αδιάφορη όταν πρέπει, απόμακρη όταν πρέπει, και πάνω απ’ όλα βαθιά συγκινητική όταν πρέπει. Σε κάποια σημεία μου θύμισαν την αξέχαστη σκηνή του τσακωμού από το Marriage Story, και αυτό είναι πολύ πολύ κολακευτικό σχόλιο.

Το άφησα για το τέλος, αλλά δε θα μπορούσα να μην αναφερθώ στο σενάριο και τη σκηνοθεσία του Sam Levinson, τη διεύθυνση φωτογραφίας από τον Marcell Rév και τη μουσική επένδυση από τον Labrinth. Η κριτική για το σενάριο είναι εν μέρει δεκτή αλλά σε ένα βαθμό άστοχη κατ’ εμέ. Η επιλογή του ασπρόμαυρου φιλμ 35mm προσθέτει πόντους στη γοητεία, στο μυστήριο και στην ένταση, παραπέμποντας σε ταινίες άλλων εποχών και άλλων υφών. Και η μουσική, επιτηδευμένα επιτηδευμένη υπενθυμίζει πως και τα πιο πολύπλοκα συναισθήματα μπορούν να αποδοθούν με μια μελωδία και μερικές αράδες στίχους. Επίσης, η επιλογή του Caterpillar House για τα γυρισματα, αποδείχθηκε από αρχιτεκτονικής και αισθητικής άποψης μια μεγάλη δικαίωση για τους συντελεστές της ταινίας.

Συμπερασματικά, και μετά από όχι πολλή πολυλογία ελπίζω αυτή τη φορά, μπορούμε να κλείσουμε αυτό το κείμενο με την ακόλουθη (ελπίζω χιουμοριστική αλλιώς δεν κατάλαβε τίποτα) πολυ αντιπροσωπευτική για την ταινία δήλωση: