Αν έχει καταστήσει ένα πράγμα σαφές ο Christopher Nolan με την φιλμογραφία του είναι ότι αρέσκεται στο να δημιουργεί φιλόδοξες κινηματογραφικές εμπειρίες. Δεν υπήρχε λοιπόν καταλληλότερος σκηνοθέτης για μια σύγχρονη αναπαράσταση των γεγονότων της Δουνκέρκης στην μεγάλη οθόνη. Για όσους δεν γνωρίζουν το ιστορικό υπόβαθρο, τον Μάιο του 40 μετά την διάσπαση του συμμαχικού μετώπου από τα γερμανικά στρατεύματα το Βρετανικό Ναυαρχείο οργάνωσε την εκκένωση των στρατιωτών από τα παράλια της Δουνκέρκης. Ο Nolan παρουσιάζει αυτή τη σύγκρουση με τρεις διαφορετικές προοπτικές στα γεγονότα: την απέλπιδα προσπάθεια ενός Βρετανού στρατιώτη να φύγει από την παραλία, την προσπάθεια μερικών αεροπόρων να φτάσουν στην Δουνκέρκη για να υπερασπιστούν τα στρατεύματα και το ταξίδι ενός μικρού εμπορικού πλοίου να φτάσει στις ακτές μαζί αναρίθμητα άλλα, με σκοπό να μεταφέρει τους στρατιώτες πίσω στην Αγγλία. Κάθε ιστορία είναι πολύ καλά εκτελεσμένη και συστηματικά ενδιαφέρουσα με τα δικά της ξεχωριστά θέματα.
Αυτό όμως που κάνει την αφήγηση να ξεχωρίσει από αντίστοιχες του είδους είναι η αφηρημένη, σχεδόν απούσα δομή της. Δηλαδή οι τρεις ιστορίες δεν παρουσιάζονται με χρονική σειρά, αλλά παρεμβάλλονται η μια στην άλλη σαν να συμβαίνουν ταυτόχρονα ενώ έχει καθιερωθεί από την αρχή ότι εκτυλίσσονται σε διαφορετικούς χρόνους. Η τεχνική αυτή όχι μόνο δίνει άλλη πνοή σε μια κατά τα άλλα απλή ιστορία, αλλά και φροντίζει στο να βλέπουμε πάντα κάτι αγωνιώδες επί της οθόνης. Απ’ την πρώτη σκηνή θεμελιώνεται άψογα ο βαρύς και ψυχοπλακωτικός τόνος της ταινίας, ο οποίος και διατηρείται καθ’ όλη την διάρκεια της. Αν και θεωρητικά αυτή η μονοτονία θα μπορούσε να λειτουργήσει εις βάρος της ταινίας, ο Nolan το αποφεύγει αυτό με την συγκρατημένη διάρκεια του έργου, που για λίγο ξεπερνά την μία ώρα και σαράντα λεπτά χωρίς να κουράζει, και την εξαιρετική χρήση του soundtrack.Το πόσο αναγκαία είναι η μουσική του Hans Zimmer για την ταινία δεν μπορεί να τονιστεί αρκετά. Πρακτικά η μια δεν μπορεί να σταθεί χωρίς την άλλη, καθώς το soundtrack είναι αυτό που συνδέει τις χρονικά ασύνδετες σκηνές και καθιερώνει τον ανελέητο ρυθμό όλης της ταινίας. Οι αδιάκοποι ήχοι ρολογιού που χρησιμοποιεί ο Zimmer προσδίδουν μια πρωτοφανή αίσθηση αναγκαιότητας και εξυψώνουν την ένταση κάθε σκηνής.
Φυσικά το εξαιρετικό soundtrack δεν είναι το μόνο πράγμα που περιμένουμε από τις ταινίες του Nolan. Ο Βρετανός σκηνοθέτης μας έχει εντυπωσιάσει στο παρελθόν με την τεχνική αρτιότητα του, η οποία δεν μπορούσε να λείπει από την Δουνκέρκη. Τα εντυπωσιακά ευρυγώνια πλάνα του απαθανατίζουν το επικό σκέλος της τραγωδίας, ενώ οι εφιαλτικές σκηνές των στρατιωτών που παλεύουν για την επιβίωση τους αποτυπώνουν τον τρόμο της μάχης όπως λίγες μέχρι τώρα ταινίες. Είναι ξεκάθαρο πως ο Nolan δεν θέλει να επικεντρωθεί στις φρικαλεότητες του πολέμου αλλά στον ψυχολογικό κομμάτι του. Έχοντας δει αρκετές πολεμικές ταινίες έχω νιώσει ένα μεγάλο εύρος συναισθημάτων, από συγκίνηση έως και φρίκη. Δεν νομίζω όμως ότι έχω βιώσει τον τρόμο και την απελπισία όπως την βίωσα στην Δουνκέρκη. Χωρίς καν να εστιάζει στη γραφική βία ο Nolan δημιουργεί μια πραγματικά αποπνικτική ατμόσφαιρα μόνο από το συναίσθημα αβεβαιότητας και τις αλλεπάλληλες απειλές που αντιμετωπίζουν οι χαρακτήρες.
Τίποτα όμως δεν θα ήταν εφικτό χωρίς ένα ακόμα ορόσημο του Βρετανού σκηνοθέτη: την δέσμευση του στην αυθεντικότητα της εμπειρίας. Ο Nolan φροντίζει πάντα να γυρίσει με πρακτικά εφέ ό,τι μπορεί και είναι αυτό που κάνει την Δουνκέρκη τόσο ρεαλιστική και όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική. Αποκορύφωμα αυτής της αξιοθαύμαστης προσπάθειας είναι οι αερομαχίες της ταινίας, οι οποίες είναι δίχως αμφιβολία οι πιο αληθοφανείς και εντυπωσιακές που έχουν αποτυπωθεί σε φιλμ μέχρι τώρα. Παρόλα αυτά δεν δουλεύουν όλες οι συνήθειες του Nolan υπέρ της ταινίας. Αν είστε οικείοι με την φιλμογραφία του γνωρίζετε πως αποφεύγει να δείχνει αίμα. Αν και αυτή η πρακτική δεν αφαιρεί κάτι από τις προηγούμενες ταινίες εδώ θεωρώ πως ήταν λανθασμένη. Όπως προείπα, καταλαβαίνω ότι προσπαθεί να εστιάσει στον ψυχολογικό τρόμο μιας μάχης. Όταν όμως δείχνεις από κοντά εκρήξεις χωρίς ίχνος αίματος, η απουσία του αποσπά από την ταινία. Φυσικά αυτό δεν συμβαίνει συχνά και είναι στην πραγματικότητα μικρό θέμα, αλλά ένιωσα ότι έπρεπε να το αναφέρω.
Κάτι το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως σοβαρό ελάττωμα της ταινίας από μια μερίδα του κοινού είναι η έλλειψη έμφασης στους χαρακτήρες. Παρότι οι πρωταγωνιστές έχουν ξεκάθαρα κίνητρα και όλες οι ερμηνείες είναι άψογες -ειδικά αυτές του Mark Rylance και του Cillian Murphy- δεν δίνεται χρόνος για να αναπτυχθούν οι προσωπικότητες όλων. Αν και καταλαβαίνω πως αυτό μπορεί να χαλάσει την εμπειρία για αρκετούς, εμένα προσωπικά δεν με πείραξε. Η ταινία άλλωστε δεν κάνει κάποια άστοχη προσπάθεια να επικεντρωθεί στους χαρακτήρες, αλλά τους χρησιμοποιεί σαν παρατηρητές στο χαοτικό πεδίο της μάχης. Το θέμα δεν είναι να ταυτιστούμε μαζί τους αλλά να δούμε τα πράγματα από την σκοπιά τους και να βιώσουμε ό,τι βίωσαν και αυτό η ταινία το καταφέρνει απόλυτα. Άλλωστε τα γεγονότα είναι από την φύση τους τόσο τραγικά και η αναπαραστασή τους τόσο αυθεντική, που αμφιβάλλω για το αν κάποια επένδυση πάνω σε χαρακτήρες θα βελτίωνε την εμπειρία μου.
Νομίζω αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να συνοψίσεις την ταινία. Μια ασύγκριτη κινηματογραφική εμπειρία. Ο Νόλαν είχε δηλώσει πως με την Δουνκέρκη δεν ήθελε να κάνει ένα πολεμικό δράμα, αλλά μια ταινία επιβίωσης για τον τρόμο του πολέμου και πιστεύω ότι το κατάφερε, προσφέροντας μας πιθανά την πιο αγωνιώδη ταινία της χρονιάς. Μια ρεαλιστική αποτύπωση της ψυχολογίας ενός απλού ανθρώπου σε μια ανελέητη προσπάθεια επιβίωσης με όλες τις εκφάνσεις της, από την απελπισία, τον εγωισμό και την απογοήτευση μέχρι τον ηρωισμό και την ελπίδα. Όσοι ενδιαφέρεστε να βιώσετε αυτή την ταινία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο φροντίστε να την δείτε στο σινεμά και να είστε προετοιμασμένοι για μεγάλο ψυχοπλάκωμα.
Βαθμολογία: 9/10
Ορέστης
[vc_row][vc_column][thb_gap height=”45″][thb_postcarousel title_position=”bottom-title” columns=”3″ navigation=”true” source=”size:20|post_type:post”][thb_gap height=”45″][/vc_column][/vc_row]