Είμαι πολύ θετικά προδιατεθειμένη και εξαιρετικά ενθουσιασμένη για κάθε νέα sci-fi κυκλοφορία, και ιδίως όταν πρόκειται για μια ταινία που αποκλίνει αξιοπρόσεκτα από τη νόρμα του είδους. Δε θα μπορούσα συνεπώς να μην ασχοληθώ με το “Annihilation”, τη νέα ταινία του Alex Garland (Ex Machina), αν και πολλοί λόγοι συνηγορούν για το αντίθετο: το στόρυ ακούγεται κλισέ και προβλέψιμο στα όρια του αδιάφορου, η ταινία είναι βασισμένη στο πρώτο βιβλίο (ελληνικός τίτλος “Αφανισμός”) της τριλογίας της Νότιας Ζώνης του Jeff VanderMeer (η ταινία όμως σύμφωνα με το σκηνοθέτη είναι αυτοτελής) και, σημαντικότερο, η ταινία δεν παίζεται -και ούτε πρόκειται να παιχτεί- στις κινηματογραφικές αίθουσες (πέρα από αυτές των Η.Π.Α. και της Κίνας). Εν τέλει, όμως, οι παραπάνω λόγοι περισσότερο σε προκαλούν να δεις αυτή την ταινία, παρά λειτουργούν αποτρεπτικά γι’ αυτό. Ας πάμε να μάθουμε περισσότερα για τη μυστηριώδη -τόσο στη θεματολογία, όσο και στην κυκλοφορία- ταινία. Σημαντική σημείωση: δεν έχω διαβάσει το βιβλίο και συνεπώς όσα γράφονται στη συνέχεια αφορούν στην ταινία και μόνο στην ταινία. Ναι, ξέρω, το βιβλίο είναι καλύτερο, ΠΑΝΤΑ το βιβλίο είναι καλύτερο…
Η Lena (Natalie Portman) καθηγήτρια βιολογίας στο πανεπιστήμιο Johns Hopkins και πρώην στρατιώτης, περιμένει “καρτερικά” το σύζυγό της Kane (Oscar Isaac), στρατιώτη των ειδικών δυνάμεων, να γυρίσει από την απόρρητη αποστολή για την οποία αναχώρησε πριν ένα χρόνο, και έχει χάσει σχεδόν κάθε ελπίδα. Όταν ο Kane εμφανίζεται ξαφνικά στο σπίτι τους, η Lena δεν μπορεί να πιστέψει στα μάτια της, όμως σύντομα συνειδητοποιεί πως κάτι δεν πηγαίνει καλά. Ο Kane βρίσκεται σε πλήρη άγνοια, και η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται ραγδαία. Μετά από παρέμβαση των μυστικών υπηρεσιών, το ζευγάρι μεταφέρεται στη μυστική περιοχή ασφαλείας Area X (πόσο πρωτότυπο όνομα!) και ο Kane καταλήγει σε κώμα, υπό ιατρική παρακολούθηση σε μόνιμη βάση.
Εκεί η Lena μαθαίνει για το “Shimmer”, το ιριδίζον πέπλο φωτός που εμφανίστηκε πριν τρία χρόνια σε κοντινή περιοχή και εξαπλώνεται διαρκώς καταλαμβάνοντας όλο και περισσότερα εδάφη. Δεν έχει δοθεί καμία εξήγηση γι’ αυτό το μεταφυσικό και επικίνδυνο φαινόμενο, καθώς από τις αποστολές που επιχείρησαν να το εξερευνήσουν κανείς δε γύρισε πίσω, εκτός από τον Kane που όμως δεν βρίσκεται σε θέση να εξηγήσει οτιδήποτε. Το επιστημονικό ενδιαφέρον της Lena, σε συνδυασμό με το -μάλλον ισχυρότερο- κίνητρο της απόγνωσης για τον άνθρωπό της, την ωθούν να δηλώσει συμμετοχή στην επόμενη ερευνητική αποστολή που μπαίνει στο “Shimmer”. Μια αποστολή που ξεκινά φαινομενικά από καθαρή επιστημονική περιέργεια και καταλήγει πιο προσωπική και ανθρώπινη απ’ όσο μπορεί κανείς να φανταστεί.
Εάν έχει τύχει να διαβάσετε την περιγραφή της εισαγωγής της ταινίας και αλλού, σίγουρα θα παρατηρήσατε πως κάθε φορά που τη διαβάζετε, η περιέργειά σας για το τι τελικά συμβαίνει εκεί μέσα αυξάνεται διαρκώς. Δεν πρόκειται να γράψω κάτι περισσότερο επ’ αυτού, για να μη χαλάσω αυτό το αίσθημα της προσμονής και της αγωνίας που πιθανώς έχετε αν δεν έχετε δει ακόμα την ταινία, και θα πρότεινα να μην αναζητήσετε πληροφορίες πριν την δείτε για να μην φάτε spoiler άδικα.
Πρόκειται επί της ουσίας για ένα sci-fi ψυχολογικό θρίλερ με στοιχεία τρόμου, με αναβαθισμένη αισθητική και σχετικά υποτονική δράση, που όμως εξυπηρετεί καλά την ιστορία. Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι καλές, και γενικότερα όλες οι ερμηνείες είναι ικανοποιητικές, χωρίς όμως να είναι αυτό που ξεχωρίζει. Η κινηματογράφηση είναι σε ορισμένα σημεία προσεγμένη στη λεπτομέρεια (επίσης πανέμορφα χρώματα, αλλά δεν αναφέρομαι σε αυτό), και σε άλλα σημεία παραμελημένη και σχεδόν ερασιτεχνική, σε σημείο που δίνει την εντύπωση ότι γίνεται επίτηδες. Ο ρυθμός της ταινίας είναι πολύ ανομοιογενής, σε κάποια σημεία καθηλώνει, ενώ γενικότερα μπορεί κανείς να πει ότι ίσως κουράζει λίγο, ιδίως σε συνδυασμό με το ότι η ταινία είναι κάπως σύνθετη και περίπλοκη (σίγουρα δεν είναι ξεκούραστη και ευχάριστη). Προσωπικά, δεν με ενόχλησε σχεδόν καθόλου αυτό, γιατί με αποζημίωσε το σκεπτικό πίσω από την υπόθεση και η εξέλιξη της ιστορίας. Αυτό που με απογοήτευσε αρκετά ήταν η μουσική, και πιο συγκεκριμένα η έλλειψή της σε πάρα πολλά σημεία, και το ύφος της σε πολλά σημεία που υπήρχε και μου φάνηκε αρκετά αταίριαστη, ή μάλλον αρκετά αποτυχημένη η προσθήκη της ώστε να αλλάξει (ελαφρύνει?) την ατμόσφαιρα.
Η ταινία δεν αποφεύγει τα κλισέ (όπως σίγουρα θα καταλάβατε διαβάζοντας την παραπάνω περιγραφή της ταινίας), αλλά δεν περιορίζεται από αυτά. Καθώς προχωράει και εξελίσσεται, απομακρύνεται από αυτά και εξερευνά τα όρια της πραγματικότητας και τη δύναμη της φαντασίας, τη σχέση της επιστημονικής αλήθειας με τις μεταφυσικές αντιλήψεις, τη δύναμη του μυαλού και τους τρόπους που αυτό αναπτύσσει για να ερμηνεύει τον κόσμο με βάση την εγγενή λογική, το συναίσθημα και τις παρορμήσεις, αλλά και αφομοιώνοντας γενικά αποδεκτούς κανόνες της επιστήμης και πέρα από αυτούς. Είναι κατά κάποιον τρόπο το αδερφάκι του “The Fountain” του Arronofsky, μια κινηματογραφική εμπειρία που προσπαθεί να σε κάνει να δεις τα πράγματα διαφορετικά και να σκεφτείς τη μεγαλύτερη εικόνα, πέρα από τις ερμηνείες που δίνουν οι άνθρωποι στα φαινόμενα και πέρα από τους νόμους της φύσης και της επιστήμης στη γη. Δεν υπόσχομαι ότι το κάνει με τον πιο κομψό τρόπο, ούτε με τον πιο εύπεπτο, αλλά είναι ιδανική τροφή για το μυαλό και ως αφορμή για συζητήσεις υπαρξιακού, φιλοσοφικού, επιστημονικού και άλλου αντίστοιχου περιεχομένου (και είναι για γερά στομάχια – if you know what I mean).
Η ταινία δυστυχώς δεν συζητήθηκε στα μέρη μας όσο της αξίζει, διότι δεν κυκλοφόρησε στις αίθουσες και συνακόλουθα δεν ακούστηκε πολύ. Σύμφωνα με την πηγή, ο υπεύθυνος της Skydance Productions που χρηματοδοτεί εν μέρει την Paramount που είχε αναλάβει την παραγωγή, μετά τις δοκιμαστικές προβολές της ταινίας, φοβήθηκε ότι η ταινία είναι “πολύ εγκεφαλική” και “πολύ σύνθετη” και μπορεί να αποτύχει εισπρακτικά. Γι’ αυτό ζήτησε να γίνουν αλλαγές στην ταινία για να προσελκύσει μεγαλύτερο κοινό, απαιτώντας μεταξύ άλλων να φανεί πιο συμπαθητικός ο χαρακτήρας της Lena για να γίνει αρεστός από το κοινό, καθώς και να τροποποιηθεί το τέλος της ταινίας. Ο δημιουργός της Alex Garland και ο παραγωγός Scott Rudin υπερασπίστηκαν την ταινία που είχαν φτιάξει και δεν θέλησαν να την αλλάξουν. Μετά τις προστριβές, αποφασίστηκε η ταινία να διανεμηθεί από την Paramount στις αίθουσες στις Η.Π.Α., τον Καναδά και την Κίνα, και να κυκλοφορήσει αργότερα στον υπόλοιπο κόσμο διαδικτυακά αφού τα δικαιώματά της πωλήθηκαν στο Netflix.
Το κινηματογραφικό είδος μεταλλάσσεται ταχύτατα ακολουθώντας τις τεχνολογικές εξελίξεις, λαμβάνει πολλές διαφορετικές μορφές και μεταφέρεται από το ένα μέσο στο άλλο όπως ποτέ πριν. Η παραγωγή και η διανομή ταινιών βρίσκεται σε μια μεταβατική εποχή όπου οι εταιρείες ηλεκτρονικής διανομής μπαίνουν δυναμικά στο παιχνίδι, ενώ και ο ανταγωνισμός από πολυδάπανες και εξαιρετικά δουλεμένες σειρές είναι πολύ υψηλός. Χαίρομαι που το “μοντέλο Netflix” προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία σε πολλούς τομείς και ευκαιρίες σε νέα projects και δημιουργούς (είτε με την παραγωγή original ταινιών και σειρών είτε με τη διανομή άλλων), και που εν τέλει κυκλοφόρησε το “Annihilation” και δεν έμεινε στο ράφι. Όμως στην περίπτωση του “Annihilation”, είναι κρίμα που η σκληρή δουλειά, το πρωτοποριακό όραμα και η τόλμη ενός νέου δημιουργού να παράξει κάτι διαφορετικό από τα τετριμμένα δεν κατάφερε να βρει το δρόμο για τις κινηματογραφικές αίθουσες. Δεν έχω κανένα θέμα με την οθόνη του υπολογιστή μου, αλλά ξέρω ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην οθόνη του σινεμά το θέαμα θα ήταν μεγαλειώδες.
[vc_row][vc_column][thb_gap height=”45″][thb_postcarousel title_position=”bottom-title” columns=”3″ navigation=”true” source=”size:20|post_type:post”][thb_gap height=”45″][/vc_column][/vc_row]