Λίγες μέρες μετά την αμφιλεγόμενη πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ του Τορόντο, το πολυαναμενόμενο “High Life” της Claire Denis προβλήθηκε έκτακτα στο πλαίσιο των 24ων “Νυχτών Πρεμιέρας” την τελευταία μέρα του φεστιβάλ, Κυριακή 30/9, στον κινηματογράφο Odeon Όπερα. Η θεματολογία του και η φασαρία που έγινε στην παγκόσμια πρεμιέρα του δεν άφησαν και πολλά περιθώρια: ήταν ένα από τα must, και δεν υπήρχε λόγος να αντισταθώ. Αν και εκτός του επίσημου προγράμματος, καθώς αν κατάλαβα καλά προστέθηκε την τελευταία στιγμή, η ταινία προσείλκυσε πολύ κόσμο (που δεν πτοήθηκε ούτε από την κακοκαιρία) και έγινε μια από τις sold out προβολές του φεστιβάλ.
Η αφήγηση ξεκινά με έναν “ασυνήθιστο” κοσμοναύτη, τον Monte (Robert Pattinson), που επιδιορθώνει το διαστημόπλοιο του, που θυμίζει περισσότερο container παρά φουτουριστικό διαστημικό όχημα. Ο Monte φροντίζει ένα μωράκι που κοιμάται σε μια αυτοσχέδια κούνια μέσα στο διαστημόπλοιο. Πολύ σύντομα γίνεται αντιληπτό πως αυτοί οι δύο είναι τα μόνα ζωντανά άτομα στο σκάφος. Η αφήγηση δεν είναι γραμμική και παρουσιάζει με μεστό και αριστοτεχνικό τρόπο πως έφτασαν τα πράγματα σε αυτό το σημείο, ξεκινώντας από μια αρχική διαστημική αποστολή “εξιλέωσης” και ένα αρρωστημένο αναπαραγωγικό πείραμα με πρωτοβουλία της ιατρού της αποστολής (Juliette Binoche).
Πραγματικά δεν θέλω να αναφέρω περισσότερα για την πλοκή, για να μην αφαιρέσω πόντους από την εμπειρία που προσφέρει η ταινία. Δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω, κι εγώ εύχομαι να είχα διαβάσει λιγότερα απ’ όσα διάβασα πριν πάω να την δω. Λόγω της θεματικής και του περιβάλλοντος, η ταινία μπαίνει αναπόφευκτα στη διαδικασία της υποσυνείδητης σύγκρισης με τις κλασικές του είδους “2001: A Space Odyssey”, “Solaris” και “Interstellar”. Όμως, χωρίς απαραίτητα να μπορεί να συγκριθεί μαζί τους, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι προσεγγίζει το ζήτημα του διαστημικού ταξιδιού και της αλληλεπίδρασης με ότι βρίσκεται εκεί έξω από τελείως διαφορετική σκοπιά. Δεν είναι τόσο μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, όσο ένα έργο ανθρωποκεντρικό που επιδιώκει να επικεντρωθεί στην εμπιστοσύνη, την ειλικρίνεια, τα ανθρώπινα αντανακλαστικά και τα ένστικτα που κυριεύουν τον άνθρωπο σε μια τέτοια αποστολή.
Η σκηνοθέτης συνεργάστηκε με το Γάλλο φυσικό και κοσμολόγο Aurélien Barrau ως επιστημονικό σύμβουλο για το έργο, όμως, όπως φαίνεται από το τελικό αποτέλεσμα, δεν δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στη ρεαλιστική απεικόνιση του διαστημικού ταξιδιού. Το διαστημόπλοιο υποτίθεται πως κινείται με ταχύτητα πολύ λίγο χαμηλότερη από την ταχύτητα του φωτός (κάτι το οποίο στην εποχή μας ανήκει στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας) και λόγω της ταχύτητας αυτής με την οποία ταξιδεύουν, οι επιβάτες βιώνουν το χρόνο διαφορετικά (τα χρόνια περνούν πιο αργά μέσα στο διαστημόπλοιο σε σχέση με τα γήινα χρόνια και συνεπώς οι επιβάτες γερνούν με πολύ πιο αργούς ρυθμούς). Στο εσωτερικό του διαστημόπλοιου δεν υπάρχουν συνθήκες μηδενικής βαρύτητας, όπως θα περίμενε κανείς.
Η σκηνοθέτης αναφέρει: “Ήθελα να αποφύγω τα ειδικά εφέ όσο το δυνατόν περισσότερο, το ίδιο και την έλλειψη βαρύτητας – δεν υπάρχει αυτή η ανάγκη γιατί το διαστημόπλοιο επιταχύνει σχεδόν έως την ταχύτητα του φωτός. Η γήινη βαρύτητα – η βαρύτητα με κάθε έννοια της λέξης – επαναπροσδιορίζεται σαν έννοια, καθώς η βαρύτητα είναι η επίδραση της επιτάχυνσης. Αν έπρεπε να γυρίσω αυτή την ταινία με τους ηθοποιούς να κρέμονται με σύρματα μπροστά σε green screen, δεν θα είχα γυρίσει ποτέ αυτή την ταινία”. Πάντως, μία από τις σκηνές της ταινίας που μου έμειναν ανεξίτηλες στη μνήμη είναι η σκηνή με τη μαύρη τρύπα (αυτή λίγο μετά το μέσο της ταινίας) που είναι επιστημονικά προσεγμένη και συγκλονιστικά αποτυπωμένη.
Για τους επιβάτες του διαστημόπλοιου, το σκάφος είναι ολόκληρος ο κόσμος τους. Ο εγκλωβισμός και η απόγνωση φέρνουν στην επιφάνεια τον πόνο, τα απωθημένα και τα βασικά ένστικτά τους. Ενώ το έργο στοχεύει να είναι αισθησιακό, ο αισθησιασμός καταλήγει να φαντάζει αποκρουστικός και βίαιος, περισσότερο σαν ένα ζωώδες ένστικτο, παρά σαν συναίσθημα. Τα μέλη του πληρώματος αποξενώνονται, εξαγριώνονται, φέρονται χυδαία, και η ωμή βίαια καταλήγει μοναδική διέξοδος για όσους δεν μπορούν να κυριαρχήσουν πάνω στις ορμές τους. Η βιαιότητα της ταινίας φαίνεται να πηγάζει από τα εσώψυχα των χαρακτήρων, δεν ξέρω αν είναι υπερβολική, όμως είναι σίγουρα προκλητική, και έκανε αρκετούς ανθρώπους να αποχωρήσουν στην πρεμιέρα της ταινίας στο φεστιβάλ του Τορόντο.
Εκτίμησα ιδιαίτερα τη σκηνοθετική σκοπιά και την πανέμορφη για τα δικά μου γούστα τουλάχιστον φωτογραφία σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Κοφτερά βλέμματα, χρώματα ψυχρά, θερμά, μορφές που καθρεφτίζονται ξανά και ξανά, μεταλλικά εργαλεία και εξαρτήματα σε αντιδιαστολή με τον καταπράσινο κήπο, στολές αστροναυτών τοποθετημένες συμβολικά και πολλά άλλα που συνθέτουν έναν οπτικά απολαυστικό πειρασμό στον οποίο είναι δύσκολο να μην ενδώσεις… με επικίνδυνες συνέπειες. Στα θετικά συγκαταλέγω και τις ερμηνείες των ηθοποιών, με πιο αξιοσημείωτες της γνώριμης Juliette Binoche για την οποία δεν χρειάζονται συστάσεις και του Robert Pattinson. Δεν είχα καταλάβει ποτέ στο παρελθόν την γοητεία ή την ερμηνευτική ικανότητα του ηθοποιού αυτού σε εφηβικές ταινίες, αλλά στη συγκεκριμένη ταινία οφείλω να ομολογήσω ότι με εντυπωσίασε.
Δεν θα αμφισβητήσω την καλλιτεχνική αξία του πρώτου αγγλόφωνου έργου αυτής της μακροβιότατης Γαλλίδας δημιουργού, γιατί πρόκειται για μια πολύ δυνατή ταινία. Καταλήγω πως το αν θα σας ικανοποιήσει εξαρτάται ξεκάθαρα από τις αντοχές, τις προτιμήσεις, την ψυχοσύνθεση και το όραμα του καθενός. Προσωπικά, αν και με γοήτευσε πολύ, μου φάνηκε πολύ ενοχλητική με την εναλλαγή ανησυχητικών και εφησυχαστικών σκηνών, αλλά επιλέγω να κρατήσω το τελευταίο (αισιόδοξο) μήνυμα.