4 ταινίες που μας συγκλόνισαν

Όταν λέμε ότι μια ταινία μας συγκλονίζει, εννοούμε ότι μας συνταράσσει στον πυρήνα μας. Μας κάνει να νιώσουμε έντονα συναισθήματα και να βιώσουμε προοπτικές που δεν περιμέναμε. Από την απαρχή της ανθρωπότητας μέχρι σήμερα και ανάμεσα σε όλους τους διαφορετικούς πολιτισμούς, η αγαπημένη μας ασχολία είναι να λέμε ιστορίες, σε μια προσπάθεια να καταλάβουμε τη σημασία του να είσαι άνθρωπος. Σκοπός της αφήγησης είναι σε κάθε ξεχωριστή εμπειρία, να αναδείξει τις οικουμενικές αλήθειες τις ανθρώπινης εμπειρίας. Από την ποίηση στη ζωγραφική και από το θέατρο στη φωτογραφία, προσπαθούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο μας και την υπαρξή μας. Ίσως ο κινηματογράφος να αποτελεί το πιο πλήρες μέσο αφήγησης μέχρι τώρα, χάρις στη βαθειά δύναμη της κινούμενης εικόνας να μεταφέρει σκέψεις και συναισθήματα όπως κανένα άλλο μέσο. Μερικές φορές, όταν το σενάριο είναι άψογα γραμμένο, όταν η ερμηνεία φαίνεται σαν αληθινή, όταν η λήψη είναι η κατάλληλη για να αιχμαλωτίσει το συναίσθημα της σκηνής, το αποτέλεσμα μοιάζει μαγικό. Τότε δεν μπορούμε παρά να νιώσουμε μια σπάνια συγκίνηση, καθώς και μια καλύτερη κατανόηση του εαυτού μας. Αυτές είναι τέσσερις ταινίες που μας συγκλόνισαν.

12 Angry Men – Σαββίνα/shadeslayer

Λίγα χρόνια πριν, με είχε πιάσει μια ανεξήγητη μανία να δω κάθε δικαστικό δράμα που υπάρχει. Ανατομία ενός εγκλήματος, Η δίκη της Νυρεμβέργης, Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια, Ζήτημα τιμής, Φιλαδέλφεια και άλλα πολλά με έχουν κάνει να κλάψω, να γελάσω, να αποφασίσω τι είναι σωστό και τι λάθος και μετά να αλλάξω πάλι γνώμη, καταλήγοντας σχεδόν πάντα στο ‘ένα ξέρω, πως τίποτα δεν ξέρω’. Αυτός ο αχταρμάς σκέψεων και συναισθημάτων που υπάρχει στο κεφάλι μου, επικρατεί σχεδόν αυτούσιος σε μία απ’ τις αγαπημένες μου ταινίες όλων των εποχών, το γνωστό 12 angry men (1957). Το σώμα των ενόρκων σε μια φαινομενικά προφανή δικαστική υπόθεση καλείται να βγάλει ομόφωνο πόρισμα και όλοι συμφωνούν στην ενοχή του κατηγορούμενου εκτός από έναν. Ο αντιρρησίας προσπαθεί να πείσει τους υπόλοιπους όχι για την αθωότητά του αλλά για την ύπαρξη του λεγόμενου reasonable doubt, της «δικαιολογημένης αμφιβολίας». Είναι σχεδόν εξ’ ολοκλήρου γυρισμένο σε ένα δωμάτιο και του λείπουν τα ειδικά εφέ και τα μεγαλειώδη πλάνα άλλων εξίσου επιτυχημένων φιλμ. Παρ’ όλα αυτά, η σκηνοθεσία είναι πανέμορφη με την κάμερα να κινείται σαν άνθρωπος, να τους παρατηρεί όλους και κανέναν ταυτόχρονα, εξιστορώντας μια συζήτηση που σου δίνει πολλά και σε κάνει να σκεφτείς περισσότερα. Πόσο σίγουρος μπορείς να είσαι για τα γεγονότα; Μήπως υποσυνείδητα τα κρίνεις ανάλογα με τα δικά σου βιώματα; Προβληματισμοί που έχουμε όλοι μας σχετικά με την αλήθεια και το ψέμα, το σωστό και το λάθος βγαίνουν στην επιφάνεια σε ένα αριστούργημα, στο οποίο πάντα επιστρέφω όταν συνειδητοποιώ πως έχω υπερβολική σιγουριά για κάτι. Εξαιτίας αυτής της ταινίας είμαι καχύποπτη και συμπονετική προς τον εαυτό μου και τους άλλους, και μου αρέσει να ψάχνω τα σύνδρομα που κρύβονται πίσω από τις λέξεις και τις πράξεις μας. Έτσι, μπορώ να πω πως μου άλλαξε τη ζωή.

In the Name of the Father – Αλεξάνδρα/detectiveal

Το αίσθημα δικαίου και η αντίδραση στην αδικία είναι απ’ ότι φαίνεται δύο στοιχεία βαθιά ριζωμένα και κυρίαρχα στη συνείδηση πολλών από εμάς. Πως είναι δυνατόν να μην εξοργιστείς βλέποντας αθώους ανθρώπους να συλλαμβάνονται και να εξαναγκάζονται να ομολογήσουν για ένα έγκλημα το οποίο δεν διέπραξαν; Να βλέπεις την αδικία να εξαπλώνεται και να καταστρέφονται οι ζωές των μελών μιας ολόκληρης οικογένειας και μιας παρέας ανθρώπων που χρησιμοποιούνται ως εξιλαστήρια θύματα, ενώ ακόμα και οι υπεύθυνοι για την καταδίκη τους γνωρίζουν ότι είναι αθώοι; Σίγουρα δεν είναι δυνατόν να μη συγκινηθείς στην πιο βαθιά λυτρωτική σκηνή της ταινίας, και δε θα φύγει για καιρό από το μυαλό σου. Μετά τις βομβιστικές επιθέσεις του IRA σε pubs στο Guildford της Αγγλίας το 1974, η αστυνομία συλλαμβάνει τον Gerry Conlon, έναν αφελή νεαρό Ιρλανδό που είχε μετακομίσει στο Λονδίνο, και άλλους τρεις φίλους του, με την κατηγορία ότι οργάνωσαν την επίθεση. Πολύ σύντομα, πολλά μέλη της οικογένειας του Conlon συλλαμβάνονται και κατηγορούνται σαν συνεργοί. Οι κατηγορούμενοι καλούνται να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους και να αποδείξουν την αθωότητά τους, απέναντι σε ένα σύστημα που θέλει να τους καταδικάσει με κάθε τρόπο με μόνο πειστήριο τις ομολογίες που εξαναγκάστηκαν να υπογράψουν οι κατηγορούμενοι μετά από σκληρά βασανιστήρια και θανάσιμους εκβιασμούς. Μια αληθινή ιστορία, η οποία, αν και ελαφρώς διασκευασμένη, δεν χάνει καθόλου από τα πανίσχυρα νοήματά της, ενώ κερδίζει αφάνταστα από τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών της, Daniel Day-Lewis, Pete Postlethwaite και Emma Thompson. Μια τραγωδία που κλείνει μέσα της τεράστια δύναμη ψυχής και πολλές αλήθειες για τον άνθρωπο και την κοινωνία που ξεδιπλώνονται καθώς η ιστορία προχωρά και οι χαρακτήρες εξελίσσονται. Μια ταινία στην οποία θα επανέρχομαι ξανά και ξανά, παρόλο που δεν συνηθίζω να ξαναβλέπω ταινίες. Η πρώτη ταινία που με σημάδεψε.

12 Years a Slave – Ορέστης/randoman

Αυτό που συμπεραίνω από τη λίστα μας είναι πως, αν μια ταινία έχει τον αριθμό 12 στον τίτλο της, πιθανότατα είναι εξαιρετική. Στα τέλη του 2013-αρχές του 2014, είδα τις δύο ταινίες που με έκαναν να αντιληφθώ την αγάπη μου για το σινεμά, με εντελώς διαφορετικούς τρόπους. Το Django Unchained και το 12 Years a Slave, δύο ταινίες με πολύ όμοια θεματολογία, αλλά εντελώς διαφορετική εκτέλεση. Παρόλη την αγάπη που έχω για το Django, πρέπει να παραδεχθώ ότι το 12 Years a Slave ήταν ίσως η πρώτη ταινία που με άφησε άφωνο και αποτελεί μέχρι σήμερα τη πιο συναισθηματικά φορτισμένη κινηματογραφική μου εμπειρία. Ο σκοπός του σινεμά είναι πάνω απ’ όλα να σε κάνει να νιώσεις το συναίσθημα του χαρακτήρα και τις στιγμής και ο Steve McQueen το καταφέρνει αυτό σε κάθε ξεχωριστή λήψη. Κατά τη διάρκεια του αγωνιώδους και βασανιστικού ταξιδιού του Solomon Northup από την ελευθερία στην σκλαβιά, βιώνουμε τη πραγματική αχρειότητα της ανθρωπότητας και την αίσθηση του να ζεις σε έναν κόσμο δίχως κανόνες ηθικής. Στο κόσμο του Solomon κυριαρχεί η αδιαφορία μπροστά σε πράξεις βαρβαρότητας, των οποίων τον αντίκτυπο πολλαπλασιάζει το σκηνοθετικό στιλ του McQueen.

Ο Βρετανός σκηνοθέτης χρησιμοποιεί άψογα τον χρόνο στην ταινία του, σε συνδυασμό με την αντιπαράθεση εντελώς διαφορετικών στοιχείων, που δημιουργούν σύγχυση στο θεατή. Σκοπός του είναι να σε βυθίσει στην ιστορία και να σε κάνει να ξεχάσεις ότι βλέπεις ταινία, κρατώντας άκοπες λήψεις για αρκετά λεπτά. Έτσι όχι μόνο σε αναγκάζει να βιώσεις μαζί με τους χαρακτήρες το πέρασμα του χρόνου και να κατανοήσεις την εμπειρία τους, αλλά και δεν σε αφήνει να αποστρέψεις το βλέμμα από τις πράξεις βιαιότητας. Η βίαιες σκηνές της ταινίας είναι χαραγμένες στο μυαλό μου και αυτό γιατί δεν είναι τόσο συχνές. Συνήθως βλέπουμε το αποτέλεσμα των πράξεων αυτών και έτσι τις λίγες φορές που τις βιώνουμε πλήρως, γίνονται ακόμα πιο αβάσταχτες και αποκρουστικές. Στις ελάχιστες στιγμές όπου συμβαίνει κάτι καλό στον Solomon, χρησιμοποιείται γρήγορο κόψιμο, για να δώσει έμφαση στο πόσο φευγαλέες είναι, καθώς θάβονται κάτω από την απελπισία και την μιζέρια. Θυμάμαι πως ακόμα και γνωρίζοντας πως ο Solomon θα γίνει σκλάβος στην αρχή της ταινίας, το απότομο κόψιμο από την κανονική του ζωή στη φυλακή ήταν σα γροθιά στο στομάχι. Σε μια στιγμή βλέπουμε έναν άνθρωπο με οικογένεια και δουλειά, να έχει χάσει εντελώς την ταυτότητα, την ανθρωπιά του και το παρελθόν του. Και όλα αυτά με φόντο την Washington, το σύμβολο της Αμερικάνικης Ελευθερίας. Ακόμα πιο έντονη όμως είναι η σκηνή στην φυτεία του Ford, όπου μας επιβάλλεται ως κοινό να βιώσουμε την αγωνιώδη προσπάθεια του Solomon να κρατηθεί στη ζωή, ενώ πίσω του η ζωή συνεχίζεται κανονικά. Το 12 Years a Slave αποτυπώνει τις επιπτώσεις της σκλαβιάς των Αφροαμερικανών, με την μεγαλύτερη ένταση που έχω δει μέχρι τώρα. Είναι το ταξίδι ενός ατόμου σε έναν απάνθρωπο κόσμο, όπου κυριαρχεί η αδιαφορία και η αδικία. Σε έναν κόσμο που γίνεται πραγματικά τρομακτικός, μόλις συνειδητοποιήσεις ότι ήταν πραγματικός.

The Seventh Seal – Γιάννης/Νο(υ)μπελίστας

Η Αλεξάνδρα με τις ιδέες της μόλις κατέστρεψε το επόμενο άρθρο μου. Όσο πιο μεγάλος είσαι και πιο όσο πιο πολύ έχεις εντρυφήσει στις ταινίες, τόσο πιο πολύ σου καρφώνεται/μένει μια καλή ταινία. Tα Indiana Jones, το Forrest Gump, το Oldboy, το Memento,όλα αυτά με στιγμάτισαν για διαφορετικούς λόγους. Τίποτα όμως δεν συγκρίνεται με την “κωλόπλακα” που έπαθα με το Seventh Seal. Για μένα που πάντα είχα αμφισβήτηση στο θέμα της Θείας Ύπαρξης και βρίσκω τις ανθρώπινες σχέσεις τόσο απλές, αλλά και τόσο δύσκολες ταυτόχρονα, είναι ένα έπος. Αρχικά, μιλάμε για τρομερά catchy σενάριο. Ένας άνθρωπος που παίζει σκάκι με τον ίδιο το Θάνατο. Ποιος δεν θα ήθελε να τον “συναντήσει” και να θέσει τις απορίες του; Έπειτα, έχει χωρέσει μέσα στην ταινία, όλα τα ερωτηματικά και τους προβληματισμούς από την απαρχή της ανθρωπότητας. Υπάρχει Θεός, και αν ναι με ποια μορφή; Μήπως εμείς Τον έχουμε δημιουργήσει, και όχι το ανάποδο; Γιατί μας είναι τόσο δύσκολο μερικές φορές να Τον αντιληφθούμε; Τι είναι ο θάνατος; Ένα είδος τιμωρίας ή κάτι αναπόφευκτο; Πότε έρχεται πραγματικά; Τι επηρεάζει το “πότε θα έρθει η ώρα σου”; Τι είναι τελικά η ευτυχία, πως μετριέται και πως ορίζεται; Γιατί οι ανθρώπινες σχέσεις γίνονται τόσο δύσκολες; Τι είναι τελικά ο έρωτας; Πέρα από το γεγονός λοιπόν ότι η ταινία πραγματεύεται όλα αυτά, ρίχνει και μερικές ανεπανάληπτες ατάκες γύρω τους. Σε προβληματίζει σε τέτοιο βαθμό, που αλλάζεις τον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα. Εγώ προσωπικά είδα σκέψεις μου να αποτυπώνονται μέσα στην ταινία, αλλά είδα και πράγματα που δεν τα είχα σκεφτεί καν. Άκουσα ατάκες που ακόμα και τόσο καιρό μετά τις σκέφτομαι συχνά. Και for fuck’s sake, μιλάμε για μια ασπρόμαυρη σουηδική ταινία του ’57. Shall we finish the game λοιπόν;