Η σχέση μου με τις ρομαντικές ταινίες δεν είναι και η καλύτερη. Βασικά, όταν βλέπω στις κατηγορίες μιας ταινίας τη λέξη “ρομαντική” προετοιμάζομαι για τα χειρότερα. Όχι ότι έχω κανένα θέμα με το θέμα που πραγματεύεται θεωρητικά το είδος (ίσα ίσα, μια καλή ρομαντική ταινία μπορεί να με κάνει να κλαίω για ώρες). Απλά έχω βαρεθεί τις εκατοντάδες ρομαντικές ταινίες -συνήθως ρομαντικές κομεντί- που μοιάζουν εκνευριστικά μεταξύ τους, γεμάτες με αμέτρητα κλισέ και απίστευτα ωραιοποιημένες ιστορίες αγάπης, και θυμίζουν περισσότερο παραμύθι και λιγότερο ιστορίες που μπορούν να συμβούν στην πραγματικότητα. Σίγουρα για πολλούς ανθρώπους σε φάση μεγάλου έρωτα, μεγάλης απογοήτευσης ή μοναξιάς, μια τέτοια ιστορία μπορεί να είναι ανακουφιστική διέξοδος. Μετά από ένα σημείο όμως είναι πραγματικά κουραστικό (ή αστείο) να κυκλοφορούν συνεχώς στους κινηματογράφους (και ιδίως σε περιόδους Βαλεντίνου) αλλά και να κατακλύζουν τις τηλεοράσεις σχεδόν πανομοιότυπες πολύ εμπορικές ρομαντικές ταινίες, τόσο επαναλαμβανόμενες και προβλέψιμες που δεν έχει σημασία ποια βλέπεις ή αν ο πρωταγωνιστής είναι ο Ben ή ο Tom, γιατί μπορείς να καταλάβεις ακριβώς τι θα συμβεί. Bingo!
Η κατηγορία αυτή βρίσκεται εδώ και πολύ καιρό ανάμεσα στις κατηγορίες με τη μικρότερη πρωτοτυπία (στις δημοφιλέστερες ταινίες τουλάχιστον), και η “συνταγή” για μια “επιτυχημένη” ρομαντική ταινία είναι γνωστή: ένα ανέφικτο αρχικά αλλά πραγματοποιήσιμο τελικά love story, απίστευτο πάθος μεταξύ των ερωτευμένων, με μια απαραίτητη δόση χιούμορ και μια “αχρείαστη” δόση μελό, και οπωσδήποτε happy end. Από ‘κει έχει βγει μάλλον και η έκφραση “αυτά συμβαίνουν μόνο στις ταινίες”! Επειδή όμως για άλλη μια χρονιά βαρεθήκαμε να βλέπουμε τις ίδιες σαχλορομαντικές παραμυθένιες ταινίες, είπαμε να συγκεντρώσουμε μερικές ταινίες που διαφοροποιούνται, λιγότερο ή περισσότερο, από τα παραπάνω…
Αφήνουμε τις διαχρονικά σπουδαιότερες ταινίες που μιλούν για τον έρωτα για ένα άλλο αφιέρωμα, το ίδιο και για τις ρομαντικές ταινίες με το μεγαλύτερο αντίκτυπο στην ιστορία του σινεμά. Στο αφιέρωμα αυτό επικεντρωνόμαστε σε ταινίες που κυκλοφόρησαν σχετικά πρόσφατα και σχεδόν δεν έχουν προλάβει να καθιερωθούν, αλλά ξέφυγαν από τα πλαίσια της κοινότυπης “εμπορικής” ρομαντικής κομεντί και έδωσαν κάτι νέο, κάτι πρωτότυπο και ελπιδοφόρο. Ας δούμε λοιπόν μαζί 12 ρομαντικές ταινίες που κυκλοφόρησαν από το 2010 και ύστερα, και ξέφυγαν από τα κλισέ, προσφέροντας με το μεράκι τους, την φρεσκάδα, το ρεαλισμό ή το χιούμορ τους, μια ανάσα δροσιάς σε μια χιλιοειπωμένη ιστορία αγάπης. Περιμένουμε και τις δικές σας απόψεις στα σχόλια.
Scott Pilgrim vs. The World (2010)
Ένας ακαταμάχητος συνδυασμός χιούμορ και video game αισθητικής, στην τέταρτη κατά σειρά ταινία μεγάλου μήκους του Edgar Wright (Shaun of the Dead, Hot Fuzz, The World’s End, Baby Driver), που σπάει τους φραγμούς μεταξύ των ειδών και διαφοροποιείται από τις κοινωνικές νόρμες, ανακατεύοντας την ποπ κουλτούρα με μια γερή δόση σουρεαλισμού. Βασισμένη στη σειρά graphic novels “Scott Pilgrim”, η ταινία αφηγείται με πολύ γλαφυρό και καρτουνίστικο τρόπο την προσπάθεια του πρωταγωνιστή (κυριολεκτικά ήρωα) Scott Pilgrim (Michael Cera) να ξεφύγει από τη “γκαντεμιά” που του έτυχε, καθώς για να κάνει δική του την κοπέλα που ερωτεύτηκε, Ramona Flowers (Mary Elizabeth Winstead), πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσει τους επτά διαβολικούς πρώην της. Ο Scott είναι μπασίστας στο συγκρότημα Sex Bob-Omb, οπότε η μουσική και τα band battles είναι στο επίκεντρο της ταινίας. Οι πράξεις των χαρακτήρων είναι πραγματικά βγαλμένες από video game και αυτό είναι το βασικό στοιχείο το οποίο, σε συνδυασμό με τον ξέφρενο ρυθμό, την καταιγιστική δράση και τις δυνατές ατάκες, κάνει την ταινία πρωτότυπη και απολαυστική. Βέβαια αυτό μπορεί να κουράσει όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με τη σύγχρονη κουλτούρα των comics και των video games… αλλά αν δεν ανήκετε στην προηγούμενη κατηγορία, κατά πάσα πιθανότητα θα το εκτιμήσετε. Είναι μια ταινία που είτε θα αγαπήσετε είτε θα μισήσετε, και ελπίζω να συμβεί το πρώτο! (Ακόμα και ο Michael Cera που μου ώρες ώρες μου τη δίνει λίγο, εδώ νομίζω τα πήγε αρκετά καλά!)
Submarine (2010)
Ένα απόσπασμα από τη γλυκιά και αμήχανη ιστορία ενηλικίωσης του Oliver (Craig Roberts), ενός τυπικού -και όχι πολύ δημοφιλούς- μαθητή λυκείου που ζει στην Ουαλία και καλείται να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, τόσο για να έρθει πιο κοντά με την κοπέλα που του αρέσει, όσο και για να προστατέψει το γάμο των γονιών του από έναν πρώην της μητέρας του που μετακόμισε στη γειτονιά. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Richard Ayoade (ο Maurice Moss της δημοφιλούς σειράς “The IT Crowd”) προσεγγίζει την εφηβεία με το ρεαλισμό και την ευαισθησία που της αρμόζει, διεισδύει με μεγάλη επιτυχία στην εφηβική ψυχολογία και περιγράφει με πρωτοφανή ειλικρίνεια και τελείως αντι-ηρωική διάθεση τις αγωνίες του δεκαπεντάχρονου πρωταγωνιστή. Το επιχείρημα αυτό πλαισιώνεται με τον κατάλληλο κινηματογραφικό τόνο και μια αριστοτεχνική ισορροπία κωμικών και δραματικών σκηνών που αποτυπώνουν -στις περισσότερες περιπτώσεις εύστοχα- την αφέλεια και τον αυθορμητισμό της ηλικίας. Η ταινία δεν διανεμήθηκε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες (προβλήθηκε μόνο στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθήνας – “Νύχτες Πρεμιέρας”) αλλά αξίζει λίγο από το χρόνο σας, ειδικά αν η παραπάνω περιγραφή σας γέμισε νοσταλγία ή έστω σας τράβηξε την περιέργεια. Θα σας κάνει να αισθανθείτε πάλι την ελευθερία και τη γλυκόπικρη αίσθηση της εφηβείας, όταν πιστεύεις ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα στον κόσμο, αλλά αυτός ο κόσμος είναι εν μέρει ο πραγματικός, και ο υπόλοιπος ένας κόσμος που χτίζεις μεθοδικά, με τα όνειρα και τις προσδοκίες σου, μέσα στο μυαλό σου.
Drive (2011)
Όχι, δεν μου αρέσει ο Ryan Gosling, δεν τον βρίσκω ούτε ελάχιστα γοητευτικό και μιλάω απολύτως ειλικρινά. Και ούτε θα καταλάβω ποτέ πως είναι δυνατόν να θεωρείται ωραίος γενικότερα. Για να ξεκαθαρίζουμε κάποια πράγματα από την αρχή. Ο λόγος που βάζω αυτή την αρκετά δημοφιλή (και κατά πολλούς αρκετά υπερτιμημένη) ταινία στη λίστα είναι γιατί πρόκειται για μια ταινία που εμένα προσωπικά με εξέπληξε, με ενθουσίασε και μου μετέδωσε τόσα πολλά συναισθήματα που πολύ λίγες άλλες ταινίες έχουν καταφέρει ως τώρα. Σαν να μου μίλησε σε ένα άλλο επίπεδο. Ας το πάρουμε από την αρχή. Ο ανώνυμος πρωταγωνιστής του έργου (Ryan Gosling) είναι κασκαντέρ-οδηγός σε ταινίες, εργάζεται ως μηχανικός σε συνεργείο αυτοκινήτων, και περιστασιακά ως οδηγός διαφυγής σε ληστείες. Η αρχικά αθώα γνωριμία του με την Irene (Carey Mulligan) και το γιο της, που μένουν στο διπλανό διαμέρισμα, γεννά ένα βαθύ αίσθημα που θα πυροδοτήσει μια σειρά από ανεπιθύμητες, καταστροφικές επιπτώσεις που θέτουν σε κίνδυνο… τα πάντα. Με λίγα λόγια: η αγάπη και η αυτοθυσία όπως θα έπρεπε να είναι, αλλά στον πραγματικό, σκληρό και απάνθρωπο κόσμο. Ο Nicolas Winding Refn (The Pusher Trilogy, Valhalla Rising, Only God Forgives, The Neon Demon) παραδίδει μια εντυπωσιακά στυλιζαρισμένη ταινία, οπτική απόλαυση, με ατμοσφαιρική σκηνοθεσία και ερμηνείες γεμάτες συναίσθημα ακόμα και σε ανέκφραστα πρόσωπα. Έχω μια αδυναμία σε ταινίες με αυτοκίνητα, αλλά αυτή ήταν πραγματικά το κάτι παραπάνω. Μουσική RESPECT. ΜΗΝ δείτε το τρέιλερ πριν δείτε την ταινία.
Moonrise Kingdom (2012)
Μια ιστορία “εξαφάνισης” δύο δωδεκάχρονων παιδιών, του Sam (Jared Gilman) και της Suzy (Kara Hayward), που επικοινωνούν μέσω αλληλογραφίας και αποφασίζουν να το σκάσουν από τα μέρη όπου περνούν τις καλοκαιρινές τους διακοπές και να ζήσουν την αγάπη τους μαζί στη φύση, ιδρύοντας το δικό τους βασίλειο, “το βασίλειο του φεγγαριού” (Moonrise Kingdom). Όπως είναι αναμενόμενο, η εξαφάνισή τους ξεσηκώνει τους αρμόδιους γι’ αυτούς ενήλικες -την κατασκήνωση προσκόπων απ’ όπου το έσκασε ο Sam και την οικογένεια της Suzy- που θα κάνουν ότι μπορούν για να τους βρουν και να τους φέρουν πίσω, με κωμικοτραγικές συνέπειες, αλλά βαθύτατα γλυκές και ανθρώπινες. Η ταινία ξεχωρίζει πρώτα απ’ όλα λόγω της ιδιαίτερης σκηνοθετικής και σκηνογραφικής ιδιοσυγκρασίας του Wes Anderson (The Royal Tenenbaums, The Darjeeling Limited, Fantastic Mr. Fox, The Grand Budapest Hotel). Κάθε πλάνο είναι σαν μια νέα σελίδα ενός παιδικού βιβλίου εικονογραφημένου με παστέλ και η φωτογραφία συνολικά είναι πολύ καλαίσθητη και ξεκούραστη, πάντα στα πλαίσια του ύφους του σκηνοθέτη. Είναι ένας ύμνος στην παιδική αθωότητα, στο παιχνίδι και την περιπέτεια, στην ανάγκη για εξερεύνηση και δίνει την εντύπωση ότι συμβαίνει σε έναν άλλο κόσμο, στον κόσμο όπως γίνεται πανέμορφα αντιληπτός μέσα από τα μάτια των παιδιών. Μέσω του ξεχωριστού, καυστικού αλλά συνάμα με γερή δόση ευαισθησίας χιούμορ, θίγει πάρα πολλά θέματα με πολύ διακριτικό τρόπο, τα οποία όμως ανώδυνα, με λίγη σκέψη μπορούν να μεταφερθούν από τη σφαίρα της φαντασίας της ταινίας στον πραγματικό κόσμο. Το all-star cast περιέχει πολύ γνωστούς ηθοποιούς (Bruce Willis, Edward Norton, Bill Murray, Frances McDormand, Tilda Swinton), οι οποίοι δεν διστάζουν να τσαλακώσουν την εικόνα τους, αλλά και να κάνουν πίσω, ώστε να λάμψουν τα παιδιά-πρωταγωνιστές της ταινίας.
La vie d’Adèle / Blue Is the Warmest Colour (2013)
Μια ταινία που συζητήθηκε πολύ αλλά για τους λάθος λόγους. Δεν θα μπορούσε να λείπει από τη λίστα αυτή μία από της πιο αριστοτεχνικά γυρισμένες ταινίες για την αγάπη, με πολύ μεράκι, ένταση και πάθος. Και μιλάω εντελώς κυριολεκτικά, μιας και οι καταγγελίες των ηθοποιών για τα πολύωρα, επίμονα, εξαιρετικά εξαντλητικά γυρίσματα έκαναν το γύρο του κόσμου λίγο μετά την κυκλοφορία της ταινίας και τη βράβευσή της με Χρυσό Φοίνικα. Η ταινία του Γαλλοτυνήσιου σκηνοθέτη Abdellatif Kechiche (La graine et le mulet, Vénus noire) εστιάζει σε μια αρχικά έφηβη μαθήτρια, την Adèle (Adèle Exarchopoulos) που γνωρίζει και ερωτεύεται την Emma (Léa Seydoux), μια νεαρή κοπέλα με γαλάζια μαλλιά. Παρεμπιπτόντως φοβερές ερμηνείες hands down. Δε χρειάζονται περισσότερες πληροφορίες για την ιστορία, καθώς κατά την προβολή, από τα πρώτα λεπτά θα βυθιστείτε εξ ολοκλήρου στη ζωή, τα αισθήματα και τους προβληματισμούς της Adèle, και θα βιώσετε μέσα από την οπτική της μια παθιασμένη σχέση με συγκρούσεις (εσωτερικές και διαπροσωπικές), η οποία επιδρά καθοριστικά στη ζωή της, την βοηθά να καταλάβει περισσότερο τον εαυτό της και τους άλλους, και πάνω απ’ όλα να γεμίσει δίψα για ζωή και να ανακαλύψει τι στη ζωή είναι σημαντικό για εκείνη. Κάθε πλάνο είναι λεπτομερώς ζυγισμένο, όμως το αποτέλεσμα δεν μοιάζει σε καμία περίπτωση προσποιητό ή επιτηδευμένο. Η ταινία καταφέρνει να αποτυπώσει ακόμα και το ελάχιστο κοκκίνισμα στα μάγουλα της πρωταγωνίστριας, το κάθε μειδίαμα, και γενικότερα ένα τεράστιο φάσμα συναισθηματικών φάσεων, και με αυτό τον τρόπο ξετυλίγει σιγά σιγά το κουβάρι της σχέσης μεταξύ των δύο ηρωίδων. Πολύ αργά όμως, γιατί διαρκεί τρεις ώρες. Εμβαθύνει απίστευτα στο ερωτικό συναίσθημα, την ερωτική επιθυμία και επιδιώκει να μεταφέρει στους θεατές έντονο αισθησιασμό, τόσο στο σεξουαλικό όσο και στο συναισθηματικό κομμάτι. Με την κυκλοφορία της προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, αλλά δεν χρειάζεται να σας προκαταλάβω με αυτά, το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι να τη δείτε και να κρίνετε από μόνοι σας.
Her (2013)
Σε ένα μέλλον πιο κοντινό απ’ όσο φανταζόμαστε, τα όρια ανάμεσα στη φυσική υπόσταση ενός ατόμου και την ηλεκτρονική του παρουσία γίνονται ολοένα και πιο ασαφή. Ο Theodore (Joaquin Phoenix), μετά από ένα δύσκολο χωρισμό στην προσωπική του ζωή, επικοινωνεί και αρχίζει να δένεται με τη φωνή (Scarlett Johansson) ενός ευφούς λειτουργικού συστήματος που λειτουργεί βασιζόμενο στην τεχνητή νοημοσύνη (όχι, η Scarlett δεν εμφανίζεται, μόνο η φωνή της ακούγεται, και ναι, είναι εξίσου θελκτική μόνο με τη φωνή της). Ο ήρωάς μας συνειδητοποιεί πως σιγά σιγά αρχίζει να την ερωτεύεται, παρόλο που πρόκειται για τη φωνή που βγαίνει από έναν υπολογιστή, χωρίς καμία φυσική υπόσταση σαν άτομο. Ερωτεύεται την εξωστρεφή και ενθουσιώδη προσωπικότητά της, το ενδιαφέρον της γι’ αυτόν, ποιος ξέρει; Μία ιδέα αρκετά πρωτότυπη στη σύλληψη αλλά και στην εκτέλεση, η οποία είτε θα σας βάλει βαθιά στην ιστορία και θα σας αγγίξει, είτε θα σας κάνει να χασμουριέστε και να κοιτάτε το ρολόι σας ανυπομονώντας να τελειώσει. Είναι ένα έργο λίγο παράξενο ομολογουμένως, γλυκό και ήσυχο στην προβολή, αλλά αρκετά θορυβώδες και “ανησυχητικό” στο νου. Δεν συμφωνώ με την άποψη ότι η τεχνολογία και το διαδίκτυο απομονώνουν τους ανθρώπους (οι δυνατότητες επικοινωνίας που προσφέρουν είναι ασύλληπτες!) και εκνευρίζομαι αφάνταστα με τη σχετική κινδυνολογία, ειδικά από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν απολύτως τίποτα για την τεχνητή νοημοσύνη. Όμως παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον τέτοιου είδους ταινίες, παραδέχομαι ότι το θέμα αυτής της ταινίας, το “δέσιμο” ανθρώπου-υπολογιστή, μοιάζει αρκετά προφητικό, και το γεγονός ότι η ταινία διερευνά το πως μπορεί να εξελιχθεί η έννοια της αγάπης στο μέλλον είναι αρκετά ενδιαφέρον αλλά και ριψοκίνδυνο εγχείρημα. Μην ξεχάσουμε να πούμε παρεμπιπτόντως ότι το θέμα αυτό το έχουν θίξει και άλλα έργα που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, μεταξύ άλλων το επεισόδιο “Be Right Back” της δημοφιλούς σειράς Black Mirror, η indie ταινία Marjorie Prime, καθώς και το Blade Runner 2049.
Only Lovers Left Alive (2014)
Ο Jim Jarmusch επανέρχεται στο προσκήνιο, παίρνοντας ως αφορμή την εφηβική υστερία της προηγούμενης δεκαετίας για ιστορίες με βαμπίρ και άλλα μυθικά πλάσματα και μετατρέποντάς την σε μια μαγευτική αλληγορία για το σκοπό και τα πάθη της ζωής. Η Eve (Tilda Swinton) και ο Adam (Tom Hiddleston) είναι ένα ζευγάρι υπεραιωνόβιων βαμπίρ (αλήθεια, πως γίνεται να μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους;) που γνωρίζονται εδώ και αιώνες, αλλά τον τελευταίο καιρό ζουν χωριστά: ο Adam ζει σε ένα Βικτωριανό σπίτι στο Detroit, και η Eve στην Ταγγέρη, στο Μαρόκο. Αν και βαμπίρ, δεν συνηθίζουν να προκαλούν αιματοχυσίες για να τραφούν, αλλά προμηθεύονται αίμα και διατηρούν την ύπαρξή τους κρυφή. Οι αυτοκτονικές τάσεις του Adam φέρνουν τους πρωταγωνιστές μας ξανά μαζί, μέχρι να έρθει να διαταράξει τις ζωές τους η Ava (Mia Wasikowska), η μικρή αδερφή της Eve, εκτός ελέγχου και διψασμένη για αίμα. Η ταινία ξεχωρίζει για τον τρόπο που προσεγγίζει φιλοσοφικά θέματα, και για την πανέμορφη καλλιτεχνική και μουσική επένδυση. Συνδυάζει με μοναδικό τρόπο φαινομενικά ασύνδετα -και ίσως αντίθετα- πράγματα: το υπεραιωνόβιο των βαμπίρ με το σύγχρονο της εποχής μας, και το υπερφυσικό στοιχείο των βαμπίρ με την πραγματική επιστήμη και τέχνη του κόσμου μας. Οι ήρωες της ταινίας έχουν ζήσει πλάι σε μεγάλους επιστήμονες και καλλιτέχνες ανά τους αιώνες, και πλέον αντιμετωπίζουν την ατέλειωτη ζωή τους με διαφορετικό τρόπο: η Eve προσαρμόζεται πιο εύκολα, είναι πιο αισιόδοξη, και συμφιλιωμένη με την εκάστοτε κατάσταση, ενώ ο Adam είναι πιο μελαγχολικός και ιδιόρρθυμος. Και οι δύο μαζί ενσαρκώνουν τις δύο πλευρές στο διάλογο ανάμεσα στα “υπέρ” και στα “κατά” της αιώνιας ζωής, του πρόσκαιρου και του παντοτινού, της γνώσης και της σοφίας.
The Lobster (2015)
Σε ένα δυστοπικό μέλλον, κάθε άνθρωπος χωρίς ταίρι είναι υποχρωμένος να μεταβαίνει στο “Ξενοδοχείο”, ένα ειδικό κέντρο “αποκατάστασης”, εντός του οποίου του δίνονται 45 μέρες περιθώριο να βρει την αληθινή αγάπη (στα μάτια κάποιου άλλου/άλλης ενοίκου του ξενοδοχείου), αλλιώς θα μεταμορφωθεί στο ζώο της επιλογής του και θα αφεθεί ελεύθερος στο δάσος. Ο David (Colin Farrell) είναι ο μεσήλικας πρωταγωνιστής της ιστορίας μας, τον οποίο παράτησε η σύζυγός του και τώρα μεταφέρεται στο “Ξενοδοχείο” για μια δεύτερη ευκαιρία στην αγάπη, για να γλιτώσει από τη μεταμόρφωσή του. Παρά την ασταμάτητη προπαγάνδα υπέρ της συντροφικότητας και τις αλλόκοτες πρακτικές που επικρατούν εκεί, η ερωτική έλξη δεν συμβαίνει “κατά παραγγελία” και καθώς ο χρόνος λιγοστεύει ο David αισθάνεται πως πρέπει να βρει διέξοδο. Ο Γιώργος Λάνθιμος σε γνώριμα σκηνοθετικά μονοπάτια, σενάριο σε συνεργασία με τον Ευθύμη Φιλίππου, και διεθνές καστ που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τους ηθοποιούς Rachel Weisz, Léa Seydoux, John C. Reilly, Ben Whishaw και Olivia Colman. Η άψογα στυλιζαρισμένη οπτικά αλλά και θεματικά ταινία κέρδισε το Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών. Μια εξαιρετικά στοχευμένη και αρκετά εύστοχη κοινωνική σάτιρα που αποτυπώνει τις πιέσεις και τις συμβάσεις της κοινωνίας για τις σχέσεις και όχι μόνο. Μια ταινία η οποία όσο παράξενη και εκκεντρική κι αν είναι, καταλήγει για μια μεγάλη ομάδα θεατών να βγάζει πολύ νόημα και να αποστομώνει με την αυστηρότητα και την ωμότητα που παρουσιάζει τα γεγονότα.
Ah-ga-ssi / The Handmaiden (2016)
Στην Κορέα της δεκαετίας του 1930, που βρίσκεται υπό ιαπωνική κατοχή, μια αφελής αλλά ενθουσιώδης νεαρή κοπέλα προσλαμβάνεται ως υπηρέτρια μιας νεαρής αριστοκράτισσας. Στόχος της είναι, σε συνεργασία με έναν γοητευτικό απατεώνα, να την αποπλανήσουν και να καρπωθούν την τεράστια κληρονομιά της. Δεν θέλω να γράψω περισσότερα για τη συνέχεια γιατί φοβάμαι μην αποκαλύψω κάτι ουσιαστικό για τη συνέχεια ή την οπτική της ταινίας. Η πιο πρόσφατη ταινία του Chan-wook Park (Oldboy, Thirst, Stoker) είναι ένα ερωτικό ψυχολογικό θρίλερ που δεν έχει σχεδόν τίποτα να ζηλέψει από τις προηγούμενες δουλειές του. Ηδονιστικό, προκλητικό, ευαίσθητο και ανατρεπτικό, αρκετά εγκεφαλικό και άλλο τόσο αισθησιακό, με μεγάλες δόσεις παράνοιας και έντονες αντιθέσεις. Μια ταινία με πολλές αναγνώσεις, που παρουσιάζει διάφορες μορφές “αγάπης” και προβάλλει την αληθινή αγάπη ως το μοναδικό δρόμο για την ελευθερία. Συγκλονιστική σκηνοθεσία, καθηλωτική ατμόσφαιρα, πανέμορφες εικόνες και χρώματα του νοτιοκορεάτικου κινηματογράφου, και δυνατές ερμηνείες, με τις δύο σαγηνευτικές πρωταγωνίστριες να ξεχωρίζουν. Είχα αναβάλει την προβολή της πολλές φορές, και όταν τελικά την είδα με συνεπήραν πολύ η σκηνοθετική σκοπιά και ο αισθησιασμός που άρχισα να κατηγορώ τον εαυτό μου γιατί δεν την είδα νωρίτερα. Μέγα σφάλμα. Είναι πολύ κρίμα που η ταινία αυτή δεν ακούστηκε περισσότερο και δεν έγινε ευρύτερα γνωστή. Έχω ακούσει από πολλούς ότι τους φάνηκε αργή και κουραστική, αλλά προσωπικά με κράτησε ως το τελευταίο λεπτό. Αν σας αρέσουν αυτού του είδους οι ταινίες ή αν ψάχνετε κάτι διαφορετικό, δοκιμάστε την.
La La Land (2016)
Δεύτερη ταινία με το Ryan Gosling, ωπ κάτι μου συμβαίνει μάλλον… Η ταινία αυτή δεν συμπεριλαμβάνεται στη λίστα για την πρωτοτυπία της, καθώς οι επιρροές της από τα πλέον κλασικά μιούζικαλ του κινηματογράφου είναι παντού, αλλά γιατι πρόκειται για ένα σύγχρονο μιούζικαλ που κατάφερε να ξεπεράσει τα όρια του είδους, να γίνει ιδιαίτερα γνωστό και να ξεσηκώσει κοινό και κριτικούς διεθνώς. Η Mia (Emma Stone), μια ανερχόμενη νεαρή ηθοποιός, και ο Sebastian (Ryan Gosling), ένας αφοσιωμένος μουσικός της jazz, ζουν στο Los Angeles και προσπαθούν να αναδειχθούν και να γίνουν γνωστοί, ο καθένας στο χώρο του, ενώ ταυτόχρονα ζουν έναν κεραυνοβόλο έρωτα. Όμως, ο χώρος του θεάματος είναι απροσδόκητα σκληρός, οι ευκαιρίες λίγες και το τίμημα της επιτυχίας τεράστιο. Η ταινία αποτελεί και η ίδια ένα success story καθώς ο Damien Chazelle (που έχει σκηνοθετήσει επίσης το “Whiplash”) είχε γραψεί το σενάριο του “La La Land” από το 2010 αλλά καμία εταιρεία παραγωγής δεν είχε δεχθεί να χρηματοδοτήσει την ταινία χωρίς να προηγηθούν αλλαγές στο σενάριο. Ο δημιουργός έμεινε πιστός στο όραμά του, και μετά την τεράστια επιτυχία του “Whiplash” κατάφερε να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για να τη γυρίσει. Μια ιστορία αγάπης που είχε όλα τα φόντα να γίνει η υπέρτατη γλυκανάλατη κλισεδιά, αλλά καταφέρνει, χάρη στους επιδέξιους χειρισμούς του σκηνοθέτη της και σε ένα εξαιρετικά δυνατό τέλος που μένει ανεξίτηλο στη μνήμη, να γλιτώσει πολλά από τα κλισέ και να γίνει ξεχωριστή. Μια ταινία που δεν περιμένει το τέλος για να κάνει τη διαφορά, γιατί σε κερδίζει από την εναρκτήρια σκηνή. Το μεράκι, τα χρώματα, τα συναισθήματα, οι μελωδίες, τα όνειρα και οι προσδοκίες ξεχειλίζουν από την οθόνη και έρχονται για να ταρακουνήσουν και τον πιο ασυγκίνητο θεατή.
Teströl és lélekröl / On Body and Soul (2017)
Μια ιδιαίτερη ματιά σε μια εκκεντρική ιστορία αγάπης που εξελίσσεται με πρωταγωνιστές δύο εργαζόμενους σε ένα σφαγείο, όταν ανακαλύπτουν ότι κάθε βράδυ βλέπουν το ίδιο όνειρο: οτι είναι δύο ελάφια τα οποία ζουν μαζί και αναζητούν τροφή σε ένα χιονισμένο δάσος, βοηθώντας και προστατεύοντας το ένα το άλλο. Ο Endre (Morcsányi Géza), μοναχικός μεσήλικας με παράλυτο χέρι, εργάζεται στο σφαγείο ως οικονομικός διευθυντής και η Mária (Alexandra Borbély), μια τελειομανής, όμορφη νεαρή, ως υπεύθυνη ποιοτικού ελέγχου. Η απόσταση μεταξύ τους είναι φαινομενικά τεράστια και η ευκαιρία που τους δίνεται να έρθουν πιο κοντά μέσω των ονείρων εκθέτει σταδιακά όλες τις ανασφάλειες και τα πάθη τους. Παράλληλα, το παραμυθένιο όνειρο των πρωταγωνιστών έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με το περιβάλλον στο σφαγείο όπου εργάζονται, με τις εφιαλτικές συνθήκες ζωής που βιώνουν τα ζώα, παγιδευμένα και καταδικασμένα σε θάνατο. Η λύτρωση των ηρώων είναι στην πράξη τόσο κοντά, και ταυτόχρονα στο μυαλό τους τόσο μακριά. Πρόκειται για την πιο πρόσφατη ταινία της Ildikó Enyedi, που έρχεται από την Ουγγαρία, κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου το 2017, αλλά και το κοινό στις κινηματογραφικές αίθουσες. Είναι μια ταινία που παρουσιάζει μια ιστορία αγάπης όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που συνήθως αγνοούν οι περισσότερες «εμπορικές» -με την κακή έννοια- ταινίες. Εστιάζει περισσότερο στα αδιέξοδα της επικοινωνίας, στην αμηχανία και την ψυχοσύνθεση κάθε χαρακτήρα, ενώ απουσιάζουν χαζοχαρούμενες εκδηλώσεις αγάπης. Για τους λόγους αυτούς, σε συνδυασμό με τον αργό ρυθμό της, προτείνεται κυρίως σε ρομαντικούς-υπομονετικούς.
Call Me by Your Name (2017)
Βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του André Aciman, η ταινία αυτή αποτελεί το τρίτο μέρος της θεματικής τριλογίας «Desire» του Ιταλού σκηνοθέτη Luca Guadagnino. Μεταφερόμαστε στο καλοκαίρι του 1983 στη βόρεια Ιταλική ύπαιθρο. Ο εσωστρεφής νεαρός Elio (Timothée Chalamet) περνά μαζί με τους γονείς του το καλοκαίρι του στο οικογενειακό εξοχικό, διαβάζοντας βιβλία, μεταγράφοντας μουσική από τα ακουστικά του στο πεντάγραμμο και φλερτάροντας με τη φίλη του Marzia. Την καλοκαιρινή ηρεμία, όμως, έρχεται να διαταράξει ο ερχομός του Oliver (Armie Hammer), ενός νεαρού Αμερικάνου που καταφτάνει στο εξοχικό ως βοηθός του αρχαιολόγου πατέρα του Elio. Οι χαρακτήρες των δύο νεαρών είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι και έρχονται συνεχώς σε συγκρούσεις, που όμως δεν αργούν να φανερώσουν τα βαθιά κρυμμένα συναισθήματα που έχουν αρχίσει να τρέφουν ο ένας για τον άλλον. Μια ταινία που αναδεικνύει με απόλυτα ταιριαστό τρόπο την καλοκαιρινή ραστώνη και ξεγνοιασιά, με ανεπιτήδευτα αλλά μαγευτικά καλοκαιρινά πλάνα της φύσης και του νερού. Μια ταινία η οποία χάρη στις ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών της, και πάνω απ’ όλα του Elio, καταφέρνει να μεταδώσει το αίσθημα και το πάθος που σιγοκαίει μέσα από κάθε βλέμμα και κάθε κίνηση. Έχω ακούσει από πολλούς ότι όλα έρχονται εύκολα σε αυτή την ταινία, αλλά δεν βρίσκεται εκεί το νόημα. Δεν εστιάζει στους κανόνες και στα “πρέπει”, αλλά στις εσωτερικές συγκρούσεις των ηρώων και στην προσπάθεια τους καθενός να αναγνωρίσει και να βιώσει τα συναισθήματα που αισθάνεται, και εν τέλει στην εξαίρετη ομορφιά ενός απρόσμενου, ορμητικού, καλοκαιρινού έρωτα.